Εκείνος κι Εγώ (Μέρος 2ο)

15 3 1
                                    


Λίγους μήνες αργότερα μου τηλεγράφησε ν΄αφήσω την πόλη. Να γυρίσω πίσω στο χωριό γιατί θα ήμουν λέει πιο ασφαλής εκεί. Και υπάκουσα. Σκέφτηκα πως είχε δίκιο, ήξερε άλλωστε καλύτερα. Μάζεψα τα πράγματα μου σ΄ένα μπόγο και κίνησα για το χωριό. Βρήκα το σπίτι έρημο, ίδιο κι απαράλλαχτο στην άκρη του δρόμου, όπου το είχα αφήσει. Εκεί έμεινα, για αρκετό διάστημα, να κοιτώ τους ασβεστωμένους τοίχους, διακοσμημένους με διάφορες φωτογραφίες και εικόνες. Αναπολούσα τις μέρες που αυτό το σπίτι έσφυζε από ζωή. Τότε που δυο παιδάκια παίζανε στο αγρόκτημα, κάνοντας ένα σωρό σκανταλιές. Μου έλλειπαν αυτές οι στιγμές. Μου λείπει η μάνα, η αγκαλιά της, τα λόγια της που μου έδιναν κουράγιο. Κι ο πατέρας μου ΄λειπε ακόμα κι αν τον ένιωθα πάντα απόμακρο και ψυχρό. Μ΄αγαπούσε, το ήξερα, κι ας μην ήμουν αγόρι.

Είχανε πια όλοι φύγει. Κι εκείνος ήταν στο Μέτωπο να πολεμάει και να κάνει περήφανη εμένα με τις μάχες που κέρδιζε. Είχε γίνει πια ανθυπολοχαγός, στην πρώτη γραμμή πολεμούσε. Και η καρδιά μου ήταν έτοιμη να πετάξει από την περηφάνια για τα κατορθώματα του, μα σφίγγοταν στην σκέψη του θανάτου. Κι όταν οι εφιάλτες που έβλεπα τα βράδια έγιναν πραγματικότητα, κι ήρθε τηλεγράφημα πως πεθαίνει, έτρεξα αμέσως να βρεθώ δίπλα του. Δυσκολεύτηκα να τον βρω, αλλά τα κατάφερα. Είχε χτυπηθεί θανάσιμα από εχθρικό βόλι, αλλά δε πόναγε. Ο πόνος σιγά σιγά έφευγε, μα γεννιόταν ένας άλλος πόνος, πιο οδυνηρός, αγιάτρευτος, ο πόνος για τα χρόνια που είχε χάσει πολεμώντας. Για την ζωή που δεν πρόλαβε να χαρεί. Για εκείνη την ζωή που του λήστεψαν πριν προλάβει να την ζήσει. Για τα χαμένα όνειρα που έκανε. Για όλα αυτά που δεν έκανε. Σαν με είδε δίπλα του ηρέμησε.

- Εγώ φεύγω, μου είπε, μα λυπάμαι που σε αφήνω μόνη.

- Μην ανησυχείς, θα μείνω στο Μέτωπο να πολεμήσω κι εγώ. Δεν θα 'μαι μόνη.

Χαμογέλασε. Με ήξερε καλά, θα το 'κανα. Και το 'κανα. Με κοίταξε με αυτά τα γαλάζια μάτια που για τελευταία φορά θα έβλεπα και χώθηκε στην αγκαλιά μου. Δεν μιλούσαμε, αλλά η σιωπή έλεγε πολλά. Τα λόγια ήταν περιττά άλλωστε τώρα. Μίλησε για τελευταία φορά, με λόγια που βγήκαν ήρεμα και αβίαστα από το στόμα του:

-Να με αγαπάς. Να με θυμάσαι. Σ'αγαπώ. Αντίο. Για πάντα.

Αυτά είπε και πέθανε, γαλήνια στην αγκαλιά μου. Κι έφυγε από την ζωή. Μια ζωή που τόσο λίγο είχε ζήσει, παλεύοντας να ξεπεράσει τα εμπόδια που όλο και εμφανίζονταν εμπρός του, κλείνοντας τον δρόμο της ευτυχίας του. Και έμεινα μόνη από όλη την οικογένεια να συνεχίζω να αγωνίζομαι, να παλέυω για να ζήσω. Εγώ η αδελφή του. Η αδελφή που τον αγάπησε από την πρώτη στιγμή της ζωής του. Που όλη της η ζωή ήταν αυτός. Η αδελφή του που έλεγε περήφανα σε όλους:

"Ναι, αυτός ήταν ο αδελγός μου!".

Has llegado al final de las partes publicadas.

⏰ Última actualización: Oct 18, 2020 ⏰

¡Añade esta historia a tu biblioteca para recibir notificaciones sobre nuevas partes!

Μικρά ΔιηγήματαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora