Ο Κάρλος τη διέκοψε απότομα, σηκώνοντας το χέρι του κι η Κριστίν νόμισε προς στιγμή ότι θα τη χτυπούσε και πισωπάτησε. Εκείνος αναστέναξε βαριά κι όταν μίλησε η φωνή του ακούστηκε ακόμα πιο βραχνή απ΄ό,τι ήταν και...ραγισμένη. Ακούστηκε σαν ξεκούρδιστο γραμμόφωνο, ένα κουβάρι από νότες, σαν άναρχη μελωδία που κάποιος άσχετος με τη μουσική είχε αραδιάσει σ΄ένα πεντάγραμμο. Η φράση που ξεστόμισε έκανε την Κριστίν να σωριαστεί στον καναπέ. Ήταν σα να έπεσε κεραυνός στο διαμέρισμα, όλα γύρω τους έγιναν χίλια κομμάτια, φώτα και σκοτάδι έγιναν ένα και μια αλήθεια σήκωσε ανάμεσά τους ένα τείχος, που άφησε τον καθένα τους μόνο του απέναντι στην δική του αλήθεια, τα δικά του μυστικά και ψέμματα, τις δικές του ενοχές.