ΠΕΝΤΕ

225 28 3
                                    

        Ο καιρός είχε φτιάξει, ευτυχώς, χωρίς να είναι όμως ακόμα καιρός για την αγαπημένη μου μπλούζα χωρίς κάτι από πάνω. Φόρεσα ένα στενό γκρι τζιν που είχα, τις αγαπημένες μου αρβύλες, ένα μαύρο τοπάκι και από πάνω το αγαπημένο μου δερμάτινο.  Μίλαγα πόση ώρα με την Αναστασία με σκοπό να την πείσω να έρθει μαζί μου, αλλά μου το έκλεισε κατάμουτρα στην τρίτη προσπάθεια. Έτσι βγήκα από το σπίτι και πήρα τον δρόμο για την καφετέρια. Στο δρόμο η Αναστασία με πήρε τηλέφωνο και εγώ βρήκα ευκαιρία να της παραπονεθώ και πάλι, μήπως και είχε καμία εναλλακτική για να μην πάω. 
"Ξέρεις, έχω πάρει δύο κιλάκια τώρα τελευταία και ίσως..."
"Θα στο κλείσω πάλι αν δεν σταματήσεις" σχολίασε εκείνη αδιάφορα. "Και κανόνισε. Μην τυχόν και ξεχάσεις κάποια λεπτομέρεια, θα φας ξύλο. Πήγαινε να περάσεις καλά και... ποτέ δεν ξέρεις". 
"Ναι καλά" έκανα. "Θα σε πάρω μετά". 

Δεν είχα καν προλάβει να καθίσω σε ένα τραπεζάκι στο μαγαζί, όταν είδα τον Άγγελο να μπαίνει μέσα. Φορούσε ένα σκούρο μπλε πουκάμισο με ρίγες, που έμοιζε ακόμα πιο έτοιμο να εκραγεί γύρω από τα μπράτσα του από το μπλουζάκι στο κλαμπ. στο χέρι του κρατούσε ένα κινητό και ένα πορτοφόλι, ενώ μόλις μπήκε στο μαγαζί έβγαλε τα γυαλιά ηλίου γνωστής διαδεδομένης μάρκας και έριξε μια ματιά γύρω του. Σήκωσα το χέρι λίγο διστακτικά στην αρχή, αλλά εκείνος με είδε με την πρώτη. Χαμογέλασε καθώς σηκώθηκα και με πλησίασε. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα τα πόδια μου να κόβονται. 
"Μην το παρεξηγήσεις, αλλά είσαι πιο όμορφη από όσο σε είχα στο μυαλό μου" σχολίασε. Πλησίασε και με φίλησε στο μάγουλο. Η ντροπή που ένιωθε - που νιώθαμε και οι δύο, για να πω την αλήθεια - κοβόταν με μαχαίρι. 
"Σε ευχαριστώ" ψέλλισα. Ο Άγγελος κάθισε απέναντί μου. 
"Πήρες τίποτα;"
"Όχι, δεν έχω πολλή ώρα. Ήρθες ακριβώς στην ώρα σου". 
"Έτσι είμαι εγώ" σχολίασε και χαμογέλασε. Είχα δίκιο. Τα μάτια του ήταν όντως ανοιχτόχρωμα, και συγκεκριμένα γαλάζια. Ένα γαλάζιο που από την πρώτη κιόλας στιγμή κατάλαβα ότι θα με "παίδευε". Παρόλο που ήταν αναμφισβήτητα από τους πιο εμφανίσιμους (είδατε πόσο συγκρατημένη ήμουν τον πρώτο καιρό;) νεαρούς που είχα συναντήσει ποτέ, έμοιαζε να μην καταλαβαίνει την ταραχή που επικρατούσε μπαίνοντας σε έναν χώρο. Αυτό το παρατήρησα εκ των υστέρων. Καθόταν με την πλάτη στην πόρτα, και παρόλα αυτά, σε ακτίνα τριών τραπεζιών γύρω μας, όλες οι θυληκές παρουσίες άρχισαν να τον χαζεύουν. Εκείνος δεν έδωσε βάση. 
"Λοιπόν..." είπε. "Εσύ είσαι η Ερατώ. Και πάλι με συγχωρείς για την βλακεία που έκαναν τα αδέρφια μου. Θέλω να πω, ξεφύγανε, αλλά αν δεν ξεφεύγανε, πιθανότατα θα έπινες με άλλον τον καφέ σου τώρα και όχι μαζί μου". 
"Μην το σκέφτεσαι. Αυτά συμβαίνουν". 
"Χαίρομαι που το βλέπεις έτσι". 
"Δεν θα σου πω ψέμματα, πάντα με φρίκαραν οι κλήσεις με απόκρυψη, ακριβώς γιατί με τρόμαζε το άγνωστο. Ένα ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ήσουν ευγενικός όταν μιλήσαμε μετά. Η αληθινή αποκάλυψη τώρα... ένιωσα ακόμα πιο σίγουρη για να συνεχίσω να μιλάω μαζί σου, μετά τη βραδιά στο κλαμπ. Δεν... δεν μοιάζεις με τύπο που ... που..."
Ο Άγγελος χαμογέλασε και τα μάτια του φωτίστηκαν ακόμα πιο πολύ. "Κατάλαβα τι εννοείς" είπε. "Σε ευχαριστώ πολύ για την ειλικρίνειά σου. Το εκτιμώ. Και - αλήθεια στο λέω - δεν είμαι κανένας εγκληματίας. Σοβαρά, είμαι καλό παιδί". Πρόσθεσε το τελευταίο σχόλιο κάπως πειρακτικά, χαμογελώντας και περιμένοντας να δει την αντίδρασή μου. Χαμογέλασα κι εγώ. Αν το εσωτερικό είναι το ίδιο όμορφο με το εσωτερικό, σκέφτηκα, δεν θα έχουμε πρόβλημα. 
Λίγο αργότερα, σηκώθηκε για να πάρει τους καφέδες και όταν δοκίμασα να πληρώσω για τον δικό μου, είπε "Δεν μπαίνω καν στον κόπο να σου πω να το βάλεις μέσα". Μου έκλεισε το μάτι - ψυχραιμία, κορίτσι μου - και πήγε στην ουρά. 
Φύγαμε από την καφετέρια με σκοπό  μια βόλτα στη γειτονιά. Και μιλήσαμε για τα πάντα. Εντάξει, σχεδόν. Ήταν ένας τύπος που έδινε ελαφρώς διαφορετική εικόνα από την αληθινή λόγω εμφάνισης. Περίμενες να είναι κανένα ψώνιο, που πάει στο γυμναστήριο για να δει απλά τις γυναίκες να λιώνουν για πάρτη του, αλλά στη πραγματικότητα ήταν πολύ προσγειωμένος. Σε κάθε μου προσπάθεια να του κάνω ένα κομπλιμέντο, έριχνε το κεφάλι κάτω και χαμογελούσε. Με ρώτησε για τα πάντα. Ήταν πολύ ομορφο να έχω κάποιον να μου δίνει τόση προσοχή από το πρώτο ραντεβού. Είχα βγει με αρκετούς ηλίθιους για να μπορώ πλέον να τους ξεχωρίζω μέσα στο πρώτο μισάωρο. Ό Άγγελος δεν ήταν τέτοιος.
Με γύρισε μάλιστα και μέχρι το σπίτι μου, ενώ ήταν πολύ προσεκτικός να μην κάνει καμια απότομη κίνηση, που θα με έφερνε σε δύσκολη θέση.
"Έχεις χρόνο να βρεθούμε μέσα στη βδομαδα;" ρώτησε.
"Νομιζω πως ναι" αποκρίθηκα.
"Ωραία. Θα σε πάρω τηλέφωνο, εντάξει; να περίμενεις".
Χαμογέλασα. "Εντάξει".
"Και, Ερατώ..."
"Ναι;"
"Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα".


"Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι έπρεπε να έρθω μαζί σου;" ρώτησε η Αναστασία με ύφος ντίβας. 
Δεν απάντησα. και τι να έλεγα; αφού και οι δύο ξέραμε ότι είχε δίκιο. πάλι. 
"Ωραία, χαίρομαι" συνέχισε. "Τώρα, να βρουμε τι θα φορέσεις στο δεύτερο ραντεβου..."
"Να σου θυμήσω ότι δεν το κανονίσαμε καν ακόμα, ναι;"
"Λεπτομέρειες" είπε. "Και αν είναι απότομο; Να μην είσαι έτοιμη;"
"Α, ναι σωστά, τι λες τώρα; Θα με πάρει και θα του πω μισό, Άγγελε, δεν έχω βρει τι να φορέσω. Άσε μας ρε Αναστασία..."
"Μωρέ, θα σε πάρει στο ξαφνικό κανένα τηλέφωνο και θα με ευγνωμωνείς" είπε εκείνη και συνέχισε το ψαχούλεμα στις μπλούζες μου. Έβγαλε μια αρκετά προκλητική για τα γούστα μου, που μου είχε κάνει δώρο η θεία μου. Ήταν μαύρη, όλη η πλάτη ήταν σκέτη δαντέλα και μπροστά είχε ένα λευκό κρανίο με ένα τριαντάφυλλο στα ανύπαρκτα χείλη. "Αυτή. Του στυλ σου, αλλά σέξι". 
"Γιατί να μην βάλω κάτι του στυλ μου- σκέτο;"
"Γιατί άμα βάλεις κάτι του στυλ σου - σκέτο, θα τρομάξει".
"Κοίτα μην δαγκώσεις τη γλώσσα σου και πάρεις δηλητηρίαση" της είπα μελιστάλακτα. 
"Μμμ, ειρωνεία... μην φοβάσαι, προσέχω. Λοιπόν, τέρμα. Αυτήν θα βάλεις, με αυτή την φούστα". 
"Δεν έχω φούστες" της απάντησα. 
"Α, ναι;" Και τί είναι τούτο;"
Θεέ μου, είχα όντως μια φούστα. Μαύρη -ω τι έκπληξη - με δαντελένια σχέδια και κοντή. Σαν να λέμε, πολύ κοντή. Πάνω από το γόνατο. Αρκετά. 
"Έχω να την δω κάτι αιώνες" σχολίασα. 
"Ναι, αφού είχες ξεχάσει την ύπαρξή της. Καιρός να την ξαναθυμηθείς". 
Αναστέναξα. Δεν θα γλύτωνα από την Αναστασία. Με καμία δύναμη. 

Το τηλεφώνημα  {GW15}Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang