Μια εβδομάδα μετά...
"Ερατώ! Δεν σου είπα να ζεστάνεις την πίτα πριν φύγεις για την σχολή;"
Η μητέρα μου φώναζε και εγώ στο δωμάτιό μου να προσπαθώ να γυμναστώ, δήθεν ακούγοντας μουσική. Στην πραγματικότητα την είχα αράξει και σιγοτραγουδούσα, σηκώνοντας που και που το λεξικό των γερμανικών αντί για βαράκια.
"Γυμνάζομαι!" σχολίασα. "Ζέστανέ την εσύ!"
Τότε χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Αναστασία. "Βρε, θες να πάμε μια βόλτα; Βαριέμαι σπίτι. Ο αδερφός μου με αγνοεί και δεν έχω τι να κάνω".
"Πόση ώρα μου δίνεις;" την ρώτησα, ενώ είχα ήδη σηκωθεί με κατεύθυνση προς το μπάνιο.
"Σε κανένα δίωρο στο καφέ στην πλατεία;"
"Θα είμαι εκεί" σχολίασα.Πήρα έναν καπουτσίνο με μπόλικο γάλα και χάζευα έξω από το παράθυρο, ενώ την κουβέντα μας είχε διακόψει το κινητό της Αναστασίας που χτυπούσε συνεχώς. Ο δικός της, ο Λευτέρης είχε πάθει σύνδρομο στέρησης και της έστελνε συνεχώς φατσούλες και μηνυματάκια. Πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι έπρεπε να πω δυο λογάκια στο Λευτέρη, χτύπησε το δικό μου κινητό. Άγνωστο νούμερο.
"Παρακαλώ;"
"Τώρα θα με βρίσεις και θα έχεις και δίκιο. Ο Άγγελος είμαι". Παραλίγο να ρίξω τον καφέ κάτω. Ο ήχος από την κούπα που ακούμπησε στο τραπέζι έκανε την Αναστασία να με κοιτάξει. Της έκανα ένα ταραγμένο νόημα. Εκείνη παράτησε το κινητό.
"Ν-ναι;"
"Με θυμάσαι να υποθέσω;"
"Σε θυμάμαι" σχολίασα.
"Χαίρομαι".
Για καμποση ώρα δεν μίλησε. Σκέφτηκα ότι είχε κλείσει το τηλέφωνο αλλά από την άλλη δεν είχα ακούσει τον ήχο τερματισμού της κλήσης. Πάνω που ημουν ετοιμη να αρχίσω τα σχόλια για τα αγόρια της εποχής μας και πόσο άθλια φέρονταν μερικές φορές, ξανάμόλη σε.
"Ε... Ναι. Τι νέα;"
"Είχαμε και παλιά;" ρώτησα και σχεδόν ένιωσα την ειρωνική Ερατώ να βγαίνει προς τα έξω. "Με συγχωρείς" είπα αμεσως. "Κάνε πως δεν το άκουσες".
"Με βολεύει" παραδέχτηκε. "Κοίτα δεν ειμαι κανένας περίεργος τυπος, από εκείνους που βγαζουν στην τηλεόραση για να έχει το νου του ο κόσμος. Και ασφαλώς και δεν το έχω ξανακάνει ποτέ αυτό, αλλά για όλα υπάρχει πρώτη φορά σωστά; Το θεμα είναι ότι σε πήρα πάλι γιατί... βασικά με συγχωρείς αλλά δεν ειμαι πολύ καλός με τα λόγια. Απλώς ήθελα να ξανακούσω την φωνή σου. Αυτό. Με συγχωρείς, θα κλείσω. Γεια".
Κοίταξα ερωτηματικα την οθόνη του κινητού μου. "Μας ψεκάζουν" ανακοίνωσα στην Αναστασία. "Δεν το εξηγώ αλλιώς".
"Είσαι κακιά" είπε εκείνη. "Θα τον τρόμαξες τον άνθρωπο".
"Ρε μην με τρελάνεις κι εσύ τώρα! Άκουσες να λέω τίποτα; Εντάξει πέρα από το ατυχές σχόλιο για το οποίο απολογηθηκα".
Η Αναστασία με κοίταξε χωρίς να μου δίνει και ιδιαίτερη βάση. Έριξε και πάλι το κινητό στην παλαμη μου αυστηρά. Σκούρα τα πράγματα.
"Αν δεν τον καλέσεις ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ θα το κάνω εγώ. Η ακομα καλύτερα λέω να πάρω τηλέφωνο τον Αντώνη να τα πείτε λίγο, ή και τον Αντρέα, τον θυμάσαι τον Αντρέα, κουκλίτσα μου; Καλό παιδί, τον έστειλες για ασήμαντη αφορμή πριν έναν χρόνο και κάτι. Μήπως θες να πάω πιο πίσω; θυμάμαι κι άλλα".
"Για να καταλάβω... προσπαθείς να με πείσεις να τηλεφωνήσω σε έναν άγνωστο που έχει τον αριθμό μου και να του πω τι ακριβώς; Και η δική σου φωνή μου άρεσε, αναρωτιέμαι αν σε παντρεύει η μάνα σου; Κι εσένα ψεκάζουν μου φαίνεται".
"Ο τύπος ήταν γλυκούλης. Πόσα αγόρια στις μέρες μας κομπλάρουν όταν μιλάνε σε μια κοπέλα;"
"Ένας ανώμαλος, ενας καλά προετοιμασμένος δολοφόνος..."
"Πολλά θρίλερ βλέπεις" σχολίασε.
"Να σε δω τι θα κάνεις ρε έξυπνη, άμα με βρουνε σε κανένα χαντάκι" σχολίασα και πήρα το κινητό από τα χέρια της. Ξανακαλεσα το νουμέργο και περίμενα."Πήρες να με βρισεις ε;" ρώτησε μόλις απάντησε.
"Απλώς θεώρησα ότι πρέπει να μου πεις δύο πράγματα για σένα πριν μου κάνεις κάποιο σχόλιο για την φωνή μου. Κάνω λάθος;"
Τον άκουσα να γελάει απαλά. "Δίκιο έχεις. Λοιπόν, ονομάζομαι Άγγελος, ειμαι 22 ετών και δουλεύω στους ξενώνες της οικογένειάς μου μέχρι να βρω φροντιστήριο για να αξιοποιήσω τις σπουδές μου. Το καλοκαίρι δηλαδή. Τώρα τον χειμωνα δουλεύω στο μπαρ του πατέρα του κολλητού μου σαν Dj τρεις-τέσσερις φορές την εβδομάδα, ανάλογα με τον κόσμο που μαζεύει το μαγαζί. Είμαι Ζυγός, αγαπώ την μουσική και τα ταξίδια, δεν έχω κατοικίδια γιατί μένω σε πολυκατοικία, αν και θα ήθελα να αγοράσω έναν σκύλο κάποια στιγμή και... Θεέ μου νιώθω πολύ άβολα αυτή την στιγμή".
"Ναι;" έκανα. "Φαντάσου πως ένιωσα εγώ όταν με πήρε τηλέφωνο ένας σχεδόν άγνωστος και μου είπε ότι του αρέσει η φωνή μου".
"Έχεις δίκιο" σχολίασε. "Με συγχωρείς, απλώς... έχει τύχη κάποια στιγμή να θέλεις τόσο πολύ να κάνεις κάτι, που να νιώθεις ότι θα εκραγείς από επιθυμία;"
Αν τα άκουγα αυτά άλλη φάση, από άλλον, ή δεν ξέρω κι εγώ υπό ποιές άλλες συνθήκες, θα είχα ήδη κάνει περιοριστικά μέτρα. Εδώ όμως, ακούγοντας έναν νεαρό από το τηλέφωνο, το ένστικτό μου ήταν εκπληκτικά καθησυχαστικό.
"Δεν απαντάς και συμπεραίνω ότι πρέπει να κλείσω ε;"
Η Αναστασία μου έχωσε μια κλωτσιά, εντελώς απροκάλυπτα.
"Αου! Όχι, όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα".
"Εντάξει. Λοιπόν, εγώ σου είπα για εμένα..."
"Πρέπει να σου πω κι εγώ;" ρώτησα χαμογελώντας. Ήλπιζα το αμήχανο χαμόγελό μου να μην ήταν φανερό μέσα από το τηλέφωνο.
"Νομίζω πως πρέπει".
"Με λένε Ερατώ, σπουδάζω, αγαπώ κι εγώ την μουσική, παρόλο που δεν παίζω κάπου, είμαι μοναχοπαίδι, αγαπώ τα ζώα και το όνειρό μου είναι να κάνω τον γύρο του κόσμου".
Δεν απάντησε για λίγη ώρα. Έπειτα μίλησε. "Σου εύχομαι να το πραγματοποιήσεις".
"Σε ευχαριστώ. Κι εγώ το εύχομαι".
"Τώρα που ξέρεις δυο πράγματα για μένα, δέχεσαι το σχόλιό μου για την φωνή σου;" ρώτησε. Στο τόνο του διέκρινα μια υποψία χαμόγελου. Ενέδωσα, άθελά μου.
"Το δέχομαι".
"Ωραία. Τότε... ίσως σε ξανακαλέσω κάποια στιγμή... να στο υπενθυμίσω".
Η Αναστασία άρπαξε ένα στυλό από την τσάντα της και σημείωσε κάτι σε μια χαρτοπετσέτα. Μου την έδειξε. Την κοίταξα με μάτια γουρλωμένα και έγνεψα αρνητικά. Μου τσίμπησε το μπράτσο και εγώ της έβγαλα τη γλώσσα.
"Ε... Άγγελε...;"
"Ναι;"
"Αν δεν γίνομαι αδιάκριτη... πως το λένε το μαγαζί που δουλεύεις;"
Εκείνος γέλασε αμήχανα. "Pirate's Bay. Είναι στο κέντρο".
"Α" έκανα. "Μάλιστα. Δεν το ήξερα".
"Το έμαθες μόλις. Είναι ωραίο μαγαζί".
"Φαντάζομαι".
"Λοιπόν, με συγχωρείς, αλλά θα πρέπει να κλείσω. Τα αδέρφια μου τσακώνονται και πρέπει να βάλω λίγο τάξη".
"Καλή τύχη" είπα.
"Ευχαριστώ. Θα τα ξαναπούμε. Να είσαι σίγουρη".
Πριν προλάβω να απαντήσω, η κλήσει είχε τερματιστεί. Η Αναστασία με κοίταζε ενθουσιασμένη.
"Πώς το λένε το μαγαζί;"
"Pirate's Bay. Και πες μου σε παρακαλώ, ότι δεν σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι".
"Το ξέρω το μαγαζί" σχολίασε με ύφος διάνοιας. "Είναι ένα κλαμπάκι στο κέντρο".
"Δεν μου απαντάς, Αναστασία" της είπα.
"Ετοιμάσου" είπε και με πλησίασε, με το τραπέζι ανάμεσά μας. "Το Σάββατο θα βγούμε έξω".
ESTÁS LEYENDO
Το τηλεφώνημα {GW15}
De TodoΗ Ερατώ είναι 20 ετών και ο τύπος της κοπέλας που μπορεί να φοβίσει ένα αγόρι που θα της ζητήσει να βγουν. Δείχνει απόμακρη και αυστηρή, είναι όμως ευαίσθητη και λαχταράει να βρει κάποιον που δεν θα δώσει σημασία στα μαύρα της ρούχα, αλλά στην προσω...