Οπτική συγγραφέα
Εκείνος, ήταν ο ουρανός της. Εκείνη, η θάλασσά του. Πάντα, όπου κι αν κοίταζες, τους έβλεπες μαζί. Αν όχι πάντα, τότε σίγουρα μαζί. Το απέραντο μπλε της αγάπης τους, ξεχείλιζε.. Ακόμη και ο ήλιος, τους ζήλευε! Προσπαθούσε να χωθεί ανάμεσά τους, αλλά μάταια. Ήταν τόσο δεμένοι..
Εκείνη ημέρευε την ψυχή του. Ήταν η μόνη που μπορούσε να δαμάσει τα ατίθασα κύματά του. Εκείνος έκλαιγε πάντοτε στην αγκαλιά της. Έστω και κρυφά. Πολλές φορές σαν μικρό απροστάτευτο παιδί. Για εκείνον, ήταν η μόνη που μπορούσε να μετατρέψει τα δάκρυά του, σε πελάγη ευτυχίας.
Σαν έπεφτε το βράδυ, εκείνος έπλεκε αστέρια στο κορμί της. Κι εκείνη, φώτιζε καμαρωτή, λες και ήταν το πιο όμορφο κορίτσι στη γη. Κι όμως, ήταν.. Δεν συγκρινόταν καμία μαζί της. Δεν υπήρξε μέτρο σύγκρισης.
Όταν μαλώνανε, τους άκουγαν όλοι. Μπορεί και όχι. Μπορεί και να μη το κατάλαβε ποτέ κανείς τους. Εκείνη, του έριχνε μανιωδώς αστραπές. Εκείνη, έπλεε στα ταραγμένα νερά της, διώχνοντάς τον από κοντά της. Στην αρχή μόνη. Έπειτα μαζί. Στις χαρές τούς έβλεπες να χορεύουν ολημερίς. Έκλεβαν τραγούδια από τα πουλιά και ξεσήκωναν τον κόσμο όλο. Ο αέρας μετέφερε ερωτόλογα, που κανείς άλλος δεν μπορούσε να τα ακούσει.
Τα μάτια της, καθρεφτίζονταν συνέχεια στα κουμπωμένα κορμιά τους. Νύχτες ατελείωτες πάλευε. Πάλευε να κρατήσει μία ανάμνηση από το κορμί της.. Από τις στιγμές τους.
Κάποτε, την έντυνε με το χρώμα της καρδιάς του, σαν μια όμορφη νύμφη. Εκείνη ήταν ο καθρέφτης της ψυχής του. Ήξερε τα πάντα για αυτόν. Εκείνος πάλι όχι. Κατέβαλε προσπάθειες να την μάθει, να την βοηθήσει..
Προσπάθησε. Προσπάθησε να την κρατήσει στο εδώ τους, αλλά το εδώ τους έγινε το πουθενά. Δεν μπορούσε ποτέ να της κρυφτεί. Πάγωνε, όταν εκείνη πονούσε. Και το έβλεπε, αλλά άργησε. Ο χρόνος αποδείχθηκε γι' άλλη μία φορά εχθρός του. Όπως και στις παλιές αναμνήσεις του.
Έκαιγε, όταν εκείνη ήταν χαρούμενη. Συννέφιαζε, όταν εκείνη έβλεπε εφιάλτες. Κι όταν εκείνη τραγουδούσε από χαρά, έσταζε έρωτα από ψηλά. Την ένιωθε. Τον ένιωθε.
Τους ένιωθες.
Εκείνη, σήκωνε πανύψηλα κύματα για να τον αγκαλιάσει. Εκείνος, βουτούσε στον βυθό της για να της κλέψει ένα φιλί. Την αγαπούσε ως τον ουρανό. Τον αγαπούσε βαθιά και απέραντα.
«Μέσα σου βρίσκομαι, εκεί γεννήθηκα. Εκεί θα υπάρχω για πάντα για σένα» της έλεγε, χαϊδεύοντας τα απαλά μαλλιά της εκείνα τα βράδια τους.
«Μέσα μου βρίσκεσαι, εκεί είναι η θέση σου. Εκεί θα υπάρχεις για πάντα. Εκεί θα υπάρχει η αγάπη μας. Σε αγαπώ για πάντα» του απαντούσε, γέρνοντας στην αγκαλιά του.
Όμως έσβησε.. και πλέον δεν μπορούσε να του απαντήσει. Και πλέον δεν μπορούσε να γύρει στην αγκαλιά του.
Γιατί, το δώρο έφυγε..
YOU ARE READING
Το δώρο που έφυγε | √
PoetryΟ Μάρκος ζει στην Αθήνα ως φοιτητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Μόνος αναζητά το δώρο της ζωής. Εκείνο το δώρο που θα τον ξυπνήσει από τον άστατο κόσμο του. Εκείνο το δώρο που θα φέρει τα πάνω κάτω.