ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟ ΗΘΙΚΟ

398 13 1
                                    

Δεκέμβριος 1965

Συμπληρωνόταν ένας μήνας σχεδόν από την ημέρα που η Ελένη είχε επιστρέψει στο Διαφάνι. Ο υπουργός είχε μεσολαβήσει για να της δοθεί χάρη, καθώς θεωρούσε ότι εκείνη έσωσε τη ζωή της κόρης του από τη μανία της Χατζίδου. Προσπαθούσε να ξαναβάλει τη ζωή της σε τάξη, αλλά ακόμα της φαινόταν αδύνατο. Το μόνο πράγμα που αντιστάθηκε στους φόβους και στο τσακισμένο, εντελώς, ηθικό της ήταν η έγνοια της για τη Δρόσω, που την οδήγησε στα σκοτεινά δρομάκια της Τρούμπας, με μοναδικό σκοπό να την φέρει πίσω. Ευτυχώς, τα είχε καταφέρει. Ήταν ζωτικής σημασίας για την Ελένη εκείνο το κατόρθωμα, της έδειχνε ότι η αποφασιστικότητα και το θάρρος της παλιάς Σταμίρη, που όταν ήθελε κάτι δεν το έβαζε κάτω με τίποτα, μάλλον δεν είχαν χαθεί τελείως.

Κατά τ' άλλα, η Ελένη δεν είχε κάνει ακόμα βήματα προς τα εμπρός. Έμενε κλεισμένη στο σπίτι, και μόνο με τις επισκέψεις του Φανούρη ή της Ασημίνας ένιωθε άνετα. Στο χωριό δεν είχε τολμήσει να κατέβει. Η αδερφή της ευτυχώς το μπορούσε, γιατί η ιστορία που είχαν σερβίρει σε όλους, ότι δηλαδή η κοπέλα είχε φύγει στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή, δεν είχε τίποτα μεμπτό. Αλλά για την Ελένη δεν ήταν το ίδιο. Εκείνη, που ποτέ δεν νοιάστηκε για τη γνώμη του χωριού, πίστευε πως τώρα όλοι ήταν έτοιμοι να την πετροβολήσουν. Κι ας την διαβεβαίωναν συνεχώς και ο Λάμπρος και η Δρόσω ότι όλοι την περίμεναν με αγάπη και ρωτούσαν για εκείνη με έγνοια, η Ελένη δεν ήταν έτοιμη. Γνώριζε ότι μερικοί χωριάτες είχαν τους Σεβαστούς για θεούς και δεν το είχαν καταπιεί ότι γυναίκα τόλμησε να σηκώσει χέρι σε έναν από αυτούς, χωρίς να καταλήξει στην κρεμάλα. Έστω κι ένα εχθρικό βλέμμα να έπεφτε πάνω της, η Ελένη ήταν σίγουρη ότι θα κατέρρεε. Και επειδή ήξερε την τυφλή οργή τούτων των ανθρώπων, σαν έφευγε καμιά φορά η Δρόσω για τίποτα ψώνια, σφάλιζε καλά πόρτες και παράθυρα, και ούτε μέχρι την αυλή τους δεν ξεμυτούσε.

Η σχέση της με το Λάμπρο ήταν άλλο ένα ανοικτό μέτωπο, μια ακόμα μάχη. Ήταν μια σχέση που έπρεπε να χτιστεί απ' την αρχή. Η αγάπη τους ήταν εκεί, σταθερή και ακλόνητη, μα κάτι έλειπε. Έλειπε η απόλυτη αλήθεια που υπήρχε πάντα μεταξύ τους, καθώς η Ελένη αδυνατούσε να του ανοιχτεί για όσα είχε περάσει. Διαισθανόταν τις υποψίες του, αλλά δεν άντεχε να τις επιβεβαιώσει. Δεν άντεχε να δει την φρίκη και τον πόνο στα μάτια του. Όταν καταλάβαινε ότι εκείνος την κοιτούσε εξεταστικά, μήπως και κατάφερνε να διαβάσει στα μάτια της όσα της είχαν συμβεί, απέστρεφε το βλέμμα αλλού. Ίσως κάποια στιγμή να έβρισκε το κουράγιο να του πει, όχι ακόμα όμως...

ΤΟ ΚΕΛΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz