Κεφαλαιο 2 part 1

308 14 0
                                    

Αποφασίσαμε πως το αντίτιμο θα ήταν 2 δολάρια. Δύο δολάρια το φιλί. Το κιόσκι μας περίμενε ήδη έτοιμο στο σχολείο, αλλά θα χρειαζομασταν πολύ ροζ και κόκκινο. Σκέφτηκα να το κάναμε μαύρο, αλλά ο Λι αδιαφορισε.
-Δεν είναι απόκριες Σέλι, μου υπενθυμισε με ένα αυγκταβατικο ύφος.
- Ωραία! Ροζ και κόκκινο τότε.
- Τι χρειαζόμαστε, λοιπόν; Γιρλάντες, κρεπ, κορδέλες... Τέτοια πράγματα, ε;
- Ναι, μάλλον. Λεπτά μας αφήσουν να φτιάξουμε μια μεγάλη ξύλινη ταμπέλα στην ξυλουργικη;
Δεν ήθελα να επιλέξω αυτό το μάθημα, αλλά η μόνη ανταλλακτικη που είχα ήταν η Οικιακή Οικονομία και έπειτα από εκείνα το φιάσκο της Δευτέρας γυμνασίου με τα κεκακια, προσπαθούσα να αποφεύγω όσο περισσότερο γινόταν τη ζαχαροπλαστικη. Να όμως που τώρα μπορούσε η ξυλουργικη να μου φαινόταν χρήσιμη.

-Ναι γιατί όχι; Δεν νομίζω να έχει πρόβλημα ο κύριος Πρινστον.
- Ωραία. Ίσως καταφέρουμε να πεισουμε και κανέναν αθλητή να βοηθήσει στο κιόσκι. Και τις μαζορετες. Χρειαζόμαστε από τέσσερις για να κάθονται ανά δύο βαρδιες.
- Ναι, μια χαρά. Από ποιες να το ζητήσουμε όμως;
- Ε... Είμαι σίγουρη πως η Σαμάνθα και η Λίλι θα δεχτούν, απάντησα αφού το σκέφτηκα λιγάκι.
- Και ίσως καταφέρουν να πείσουν και μερικές άλλες.
Έβγαλα το κινητό μου και άρχισα να ψάχνω τα τηλέφωνα τους. Ο Λι και εγώ δεν ανηκαμε σε κάποια συγκεκριμένη κλικα. Απλώς κάναμε παρέα με όποιον θέλαμε, γι' αυτό και είχαμε τα τηλέφωνα σχεδόν όλων. Ο Λι ήταν από εκείνα τα χαρισματικα και συμπαθεστατα άτομα και εμείς οι δύο πηγαίναμε πάντα πακέτο. Είχαμε βέβαια και κάποιου καλούς φίλους - όλοι τους αγόρια.

Βρήκα πρώτα τη Σαμάνθα, η οποία δέχτηκε με χαρά την πρόταση μου! Η Λίλι συμφώνησε και εκείνη λέγοντας πως ανυπομονουσε και ότι θα τηλεφωνουσε σε όλες τις γνωστές τις.

-Τέλος, είπα αναστεναζοντας και σαρκαστικά φαρδιά πλατιά στο κρεβάτι. Ένιωσα να τραμπαλιζομαι καθώς ο Λι ακολούθησε το παράδειγμα μου. Κοιταχτηκαμε χαμογελοντας πλατιά.

-Το κιόσκι μας θα είναι όλα τα λεφτά!
- Το ξέρω. Μερικές φορές με τρομάζει το ποσό καλοί είμαστε.
- Πράγματι.

Το κινητό μου χτύπησε και είδα ένα μήνυμα από την Ολίβια. Μου έλεγε ότι η Ντάνα και η Κάρεν δέχτηκαν να πάρουν μέρος στο κιόσκι φιλιών. Της έστειλα μια σύντομη απάντηση για να την ευχαριστήσω.

- Βρήκαμε κορίτσια, είπα.
-Τέλεια. Είχα και εγώ μήνυμα από τον Ντέιβ και μου είπε πως θα κανονίσει για το αγόρια, οπότε όλα καλά.
- Αυτό σημαίνει πως... τελειώσαμε, συμπερανα καταχαρουμενη.
-Οπότε, μπορείς να έρθεις μαζί μου για ψώνια.
Ο Λι μούγκρισε.
- Ποιος ο λόγος να πας για ψώνια; Δεν έχεις αρκετά ρούχα;
-Ναι... Όμως το βράδυ κάνεις πάρτι και έχω πολύ καλή διάθεση τώρα που λυσαμαι επιτέλους το πρόβλημα με το κιόσκι. Γι' αυτό θα πάμε να πάρουμε κάτι να φορέσω απόψε. Ο Λι ξαναμούγκρισε.
- Πες πως θες ένα σέξι φόρεμα για να εντυπωσιάσεις τον αδερφό μου και άσ' τα αυτά.
- Όχι. Απλά θέλω κάτι για να φορέσω στο πάρτι. Κι αν τελικά εντυπωσιάσεις και τον αδερφό σου... δε θα με χαλάσει. Όμως για να γίνει κάτι τέτοιο, χρειάζομαι ένα θαύμα. Όπως ξέρουμε πολύ καλά και οι δύο μας, εκείνος δε με βλέπει καθόλου έτσι...
- Καλά, καλά, υποχώρησε ο Λι αναστεναζοντας.
- Θα πάμε για ψώνια. Σταματά να γκρινιάζεις.

Χαμογέλασα θριαμβευτικά. Το ήξερα πως στο τέλος θα τον επειθα. Ο κολλητός μου είχε καταλάβει πως δεν γκρίνιαζα στ' αλήθεια, ωστόσο δεν ήθελε να με ακούει, όπως και να 'χε το πράγμα.

Μάζεψα το πουλόβερ μου και περίμενα τον Λι να πάρει το πορτοφόλι του και να φορέσει τα αθλητικά του. Κατέβηκα χοροπηδώντας τις σκάλες κι εκείνος με ακολούθησε. Μπήκαμε στο αμάξι του -μια Mustang του '65 όπου τη βρήκε κοψοχρονιά σε μια μαντρα - και ξεκινήσαμε.
-Ευχαριστώ Λι.
- Να δω τι άλλο θα μου ζητήσεις, είπε εκεινος αναστεναζοντας, χωρίς όμως να χάσει το χαμόγελο του.

Σε είκοσι λεπτά φτάσαμε ήδη στο εμπορικό κέντρο. Ο Λι έσβησε τη μηχανή, η οποία μου είχε πάρει τ' αυτιά με το θόρυβο που έκανε.

- Τι ξέρεις πως μου χρωστάς χάρη που με κουβαλησες ως εδώ, έτσι;
- Θα σε κεράσω ντονατ.
- Και μιλκσέικ, διαπραγματεύτηκε εκεινος.
- Έγινε.

Ο Λι πέρασε το χέρι γύρω από τους ώμους μου και με οδήγησε κατευθείαν στο εστιατόριο πριν προλάβω να ξεχάσω τη δωροδοκία μου. Όταν γέμισε η κοιλιά του, δεν είχε πρόβλημα να πάμε στα ψώνια.

Αφού γύρισα μερικά καταστήματα, βρήκα το τέλειο ρούχο.

Ήταν ένα κοραλλί φόρεμα, όχι πολύ κολλητό ή κοντό, με λαιμόκοψη αρκετά χαμηλή για να κολακεύει χωρίς να γίνεται αποκαλυπτική. Το απαλό, αραχνοϋφαντο ύφασμα ζάρωνε στην αριστερή πλευρά κρύβοντας το μακρύ φερμουάρ.

- Πρέπει να πάμε και για παπούτσια μετά; γκρίνιαξε ο Λι μόλις του ανακοινωσα πως θα το δοκιμάσω.

- Όχι, έχω παπούτσια, απάντησα ρίχνοντας του μια αγανακτισμένη ματιά.

- Ναι, βασικά και ρούχα είχες, αλλά δεν είδα να πτοείσαι, μουρμούρισε εκεινος και με ακολούθησε στα δοκιμαστήρια. Μπήκε μαζί μου χωρίς δεύτερη σκέψη και κάθισε απέναντι μου στο σκαμπό. Όμως ούτε και εγώ το σκέφτηκα ιδιαίτερα να γδυθώ μπροστά του.

-Με κουμπώνεις;

Ο Λι αναστέναξε βαριεστημένα και σηκώθηκε για να μου κάνει το χατίρι. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη χαϊδεύοντας το φόρεμα. Σκέφτηκα ότι στην κρεμάστρα φαινόταν καλύτερο. Παραήταν κοντό...

- Καλό!Είπε ο Λι σφυρίζοντας.
-Κοφ' το. Δεν είναι πολύ κοντό;
-Και τι έγινε; ρώτησε εκεινος ανασηκώνοντας τους ώμους και μου έδωσε μία στον ποπό.

- Μπορεί, λιγάκι. Όμως είναι πολύ ωραίο.
- Σίγουρα;
- Στ' αλήθεια πιστεύεις πως θα μπορούσα να σου πω ποτέ ψέματα, Σέλι; Ρώτησε ο κολλητός μου με θλιμμένο τόνο και πήρε μια πονεμένη έκφραση κάνοντας τάχα πως παραπατάει προς τα πίσω και φέρνοντας τα χέρια στην καρδιά.

Τον κοίταξα με ύφος απ' τον καθρέφτη.
- Θες απάντηση σ' αυτό Λι;
- Όχι, άσ' το καλύτερα, αποκρίθηκε εκεινος γελώντας.
- Λοιπόν; Θα το πάρεις;
- Ναι, έτσι λέω. Είναι μισή τιμή.

Φίλα μεWhere stories live. Discover now