Μια φορά και ένα καιρό.
Κάπως έτσι δεν ξεκινούσαν πάντα τα παραμύθια που μας διάβαζαν όταν ήμασταν μικροί;
Ήταν γεμάτα ξωτικά, ζώα, δράκους , μάγισσες, κάστρα, πριγκίπισσες και πρίγκιπες που μάχονταν για την αγάπη, την φιλία και μας δίδαξαν πως στην μάχη του καλού εναντίων του κακού, το καλό πάντα κερδίζει.
Αυτό το παραμύθι όμως το γράφω για τους μικρούς αυτούς που μεγάλωσαν και για να είμαι ειλικρινής για ένα και μοναδικό άνθρωπο.
Μίλτο.
Αυτό το παραμύθι το γράφω για σένα.
Τα δάχτυλά της χάιδευαν απαλά τη τελευταία σελίδα του βιβλίου, το έκλεισε για να επεξεργαστεί το εξώφυλλο του. Ήταν ευχαριστημένη με το τελικό αποτέλεσμα και ήλπιζε να του άρεσε και αυτουνού.
Είχαν δώσει ραντεβού σε μία μικρή καφετέρια στην πλάκα της Αθήνας και όσο τον περίμενε απολάμβανε τον ζεστό ήλιο, το κρύο τσάι της και την υπέροχη θέα που είχε μπροστά της.
«Λες να μπορέσω να επιβιώσω από ένα δεύτερο καρδιακό επεισόδιο;
Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να συνηθίσω ποτέ αυτήν την ομοιότητα.»
«Αυτό μας έλειπε. Να λέει μετά όλο το χωριό ότι σε έστειλα στον άλλο κόσμο; Να μου λείπει» του είπε καθώς σηκώθηκε να τον χαιρετήσει.Την έκλεισες την αγκαλιά του για ένα λεπτό πριν κάτσει απέναντι της.
« Ελπίζω να μην άργησα. Έχεις πολύ που με περιμένεις;»
« Όχι μην αγχώνεσαι, εγώ ήρθα νωρίτερα. Έχει πολύ ωραία μέρα σήμερα και είπα να την απολαύσω.» του είπε χαμογελώντας.
«Καλά έκανες! Κάτσε να τον απολαύσεις τώρα που μπορείς γιατί ο Σεπτέμβρης όπου να ναι τελειώνει.Θα μείνεις πολύ αυτή τη φορά ή ήρθες απλά για δουλειά;» τη ρώτησε καθώς έκανε νόημα στον σερβιτόρο για να παραγγείλει.
Τον κοίταζε καθώς έδινε την παραγγελία του στον σερβιτόρο. Ο χρόνος ήταν με το μέρος του, ήταν γοητευτικός για την ηλικία του αλλά και τότε, σαν νέος ακόμη ήταν πάλι όμορφος, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, τις είχε δει τις φωτογραφίες τους όταν είχε πάει στο νησί για να δει αν θα ήταν όντως εκεί.
«Λοιπόν;» τη ρώτησε ακουμπώντας τα χέρια του μαλακά πάνω στο μεταλλικό πράσινο τραπεζάκι.
«Ας πούμε πως ήρθα και για τα δύο. Κυρίως όμως ήρθα για αυτό!» είπε και του έδωσε το βιβλίο.
«Είναι το πρώτο μεταφρασμένο αντίτυπο.Θα βγει στα βιβλιοπωλεία στις είκοσι του μήνα.
Ήθελα να είσαι ο πρώτος που θα το διαβάσει πριν βγει στην αγορά.
Ξέρω πως δεν τρελαίνεσαι και ιδιαίτερα για τα μυθιστορήματα αλλά αυτό είναι διαφορετικό» του είπε με ένα αμήχανο χαμόγελο.
Όμως ο Μίλτος είχε παγώσει στη θέα του εξωφύλλου.Όπως είχε παγώσει και την πρώτη φορά που την είδα να τον πλησιάζει.
Τότε που έπαθε το πρώτο του καρδιακό επεισόδιο.
Δεν αστειευόταν απλά πριν, είχε όντως συμβεί.. και βλέποντας αυτό το εξώφυλλο νόμιζε πως ήταν έτοιμος να πάθει το δεύτερο.
«Μίλτο!» του είπε απαλά και πριν προλάβει να του πιάσει το χέρι ο σερβιτόρος έφερε τον καφέ του.
«Είμαι καλά» της είπε με τρεμάμενη φωνή και είπες μια μεγάλη γουλιά από τον καφέ του.
Την κοίταξε στα μάτια και της χαμογέλασε.
Πηρε το χέρι της και το κάλυψε με τα δικά του.
«Σε ευχαριστώ! Είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσες να μου δώσεις!» της είπε και της χτύπησε ελαφρά το χέρι με το δικό του.
«Ξέρω ότι αύριο θα φύγεις για το νησί, ήθελα να το διαβάσεις όταν πας. Εγώ θα φύγω αύριο για να τακτοποιήσω κάτι τελευταία πράγματα και μετά θα έρθω Ελλάδα για κάποιες εβδομάδες.»
Ο Μίλτος σήκωσε τα φρύδια του έκπληκτος με αυτά τα νέα.«Θα έρθεις μόνιμα;»
«Δοκιμαστικά θα έλεγα είναι το πιο σωστό. Την αγάπησα την Ελλάδα και την Κέρκυρα ακόμα περισσότερο. Μου έκανε καλό!»
«Το σπίτι μου είναι και δικό σου Μελινόη. Ξέρω ότι δεν έχουμε μιλήσει ακόμα για όλα σε σχέση με το παρελθόν αλλά θέλω να ξέρεις ότι η πόρτα του σπιτιού μου είναι ανοιχτή.»
«Μίλτο, σε ευχαριστώ! Όμως νομίζω πως είναι καλύτερα να μείνω στην Αθήνα. Δε νομίζω το νησί να αντέξει να μας ξανά δει μαζί» είπε γελώντας.
« Η εμφάνιση σου μπορώ να πω ταρακούνησε το νησί για τα καλα αλλά δεν τους παρεξηγώ, δεν έχουν συνηθίσει να με βλέπουν να κυκλοφορώ τόσο δημόσια με κάποια άλλη γυναίκα στο παρελθόν. Συν την διαφορά της ηλικίας, που είναι ολοφάνερη, δεν θέλει και πολύ ο κόσμος να νομίζει ότι μια μικρή τουρίστρια μου πήρε τα μυαλά» απάντησε γελώντας ο Μίλτος.
« Τι λες, θες να περπατήσουμε λίγο; Θέλω σου δείξω κάτι που μπορεί να σου φανεί χρήσιμο αν αποφασίσεις να μείνεις μόνιμα.»
Πλήρωσαν τον λογαριασμό και πιασμένοι αγκαζέ έκαναν βόλτα στα δρομάκια της Πλάκας.
Κάποια στιγμή ενώ ο Μίλτος της έλεγε τα νέα του γύρισε και του είπε
« Θα ήθελα να ήμουν δική σου Μίλτο! Δεν ξέρεις πόσο το ήθελα.»