ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑ

248 8 1
                                    

Είχαν περάσει δύο βδομάδες από τότε που ξεκίνησε η παράνομη σχέση του Λάμπρου και της Ελένης. Δύο βδομάδες που αντέλλασαν ραβασάκια στα κρυφά στην πλατεία, το καφενείο ή ακόμη και στην εκκλησία, συναντιούνταν στην ρεματιά για λίγες στιγμές, ίσα-ίσα για μια αγκαλιά και μερικά παθιασμένα φιλιά και έκαναν έρωτα σε μια μικρή σπηλιά που είχαν ανακαλύψει όταν ήταν παιδιά.

"Θα έρθεις απόψε;"Ρώτησε την Ελένη που ξεκουραζόταν μέσα στην αγκαλιά του. Φορούσε μόνο το μεσοφόρι της και ο Λάμπρος δεν μπορούσε να σταματήσει αγγίζει το λευκό, ζεστό της δέρμα.

"Θα βρώ τρόπο να το σκάσω από το σπίτι. Θέλω να είμαι εκεί για να σε στηρίξω" Του είπε, φιλώντας το μπράτσο του που την έκλεινε προστατευτικά. Άλλη μια νύχτα που ο ενοματάρχης, η οικογένεια του Λάμπρου και μια ντουζίνα εθελοντές θα έβγαιναν στις ερημιές για να ψάξουν το σώμα του Γιάννου. Κάνεις πλέον, εκτός από τον Μιλτιάδη, δεν πίστευε πως το καημένο αγόρι είναι ακόμη ζωντανό.

Από απόσταση. Ούτε το χέρι δεν θα μπορώ να σου πιάσω"Παραπονέθηκε ο άντρας κοιτάζοντας τις λάθος βέρες να κοσμούν τα δαχτυλά τους.

"Δεν το επέλεξα εγώ αυτό και το ξέρεις!"

"Το ξέρω, αναθεμά με, το ξέρω! Αλλά δεν μου δίνεις την ευκαιρία να επανορθώσω"

"Πως; Πληγώνοντας την Θεοδοσία και εξαγριώνοντας τους Σεβαστούς;"

Και τι θα κάνουμε; Θα ζούμε έτσι μια ζωή; Και μόνο στην σκέψη ότι αυτό το κάθαρμα έχει δικαίωμα να σε αγγίζει τρελαίνομαι!" Ξέσπασε. Η Ελένη γύρισε στην αγκαλιά του και τον φίλησε παθιασμένα,για να κοπάσει την οργή του.

"Η καρδιά σου ανήκει σε σένα και κανέναν άλλον!"Χαίδεψε το προσωπό του με λατρεία."Έχω ένα σχέδιο.Και αν πετύχει σύντομα θα μπορούμε να το φωνάξουμε σε όλο τον κόσμο! "

"Τι σχέδιο;"

"Δεν μπορώ να σου πώ"

"Σοβαρά τόσα; Πρώτα με φυτιλιάζεις και μετά με αφήνεις στα σκοτάδια;"

"Σοβαρότατα. Και καλύτερα να πηγαίνω γιατί σε λίγο γυρίζει ο Σέργιος από τα χωράφια και θα με ψάχνει."Πήγε να πιάσει το φουστάνι της που ήταν παρατημένο δίπλα της, αλλά ο Λάμπρος ήταν γρηγορότερος. Το άρπαξε και το έκρυψε πίσω από την πλάτη του.

"Όχι ακόμη. Δεν σε χόρτασα" Μουρμούρισε αισθησιακά, φιλώντας το ευαίσθητο σημείο πίσω από το αφτί της και κατα μήκος του λαιμού της μέχρι που έφτασε στο στέρνο. Εκεί κατέβασε απαλά τις τιράντες από το μαύρο ρούχο μέχρι που το στήθος της αποκαλύφτηκε μπροστά του.

"Λάμπρο, θα αργήσω" Αναστέναξε, καθώς συνέχισε να την βασανίζει φιλώντας, ρούθωντας, δαγκώνοντας από το στήθος της και χαιδευοντάς την πάνω από το εσώρουχο που είχε αρχίσει να υγραίνεται.

"Θα νοιάζει;" Την ρώτησε προκλητικά, φυσώντας τις μουσκεμένες από τα φιλιά του θηλές, κάνοντάς τες να σκληραίνουν ακόμη περισσότερο.

"Όχι" Απάντησε, ανατριχιάζοντας ολόκληρη, χάνοντας όσο αυτο έλεγχο της είχε απομείνει. Τον άρπαξε από τις μπούκλες του για να σηκωσεί το κεφάλι του και τον φίλησε σαν να ήθελε να τον κατασπαράξει.

Κάθισε πάνω του, τύλιξε τα πόδια της γύρω από την μέση του και ενώθηκαν βιαστικά, απελπισμένα, απόλυτα για ακόμη μια φορά.

Καθώς το ζευγάρι χωρίζονταν με μισή καρδιά για να γυρίσουν στα σπίτια τους και σε μια ζωή που ήθελαν να αλλάξουν, ο ενοματάρχης έβρισκε κάτω από την πόρτα του τμήματος ένα ανώνυμο σημείωμα με την πληροφορία που έψαχναν τόσο καιρό. Δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια ή όχι, αλλά σίγουρα έπρεπε να το ελέγξει πρίν ειδοποιήσει την οικογενειά του Γιάννου.

Κάλεσε ενισχύσεις και κατευθύνθηκαν στο μέρος που έλεγε το σημείωμα. Έσκαβαν και έσκαβαν, ακόμη και μετά την δύση του ηλίου, μέχρι που έκαναν την μακαμβρια ανακάλυψη.

ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ Where stories live. Discover now