ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ

326 12 2
                                    

Ο Δούκας και ο πρωτότοκος του είχαν κλειστεί για ώρες στο γραφείο, παρά τις διαμαρτυρίες της Μυρσίνης να φάνε πρωινό όλοι μαζί πρώτα.

Κανόνιζαν τις τελευταίες λεπτομέρειες σχετικά με την βιομηχανική ζώνη όταν η φωνή της Αγορίτσας τους διέκοψε. "Δούκα! Ο γιος σου!"

Οι δύο άντρες μπήκαν στην σάλα και είδαν τις γυναίκες του σπιτιού να αγκαλιάζουν τον βενιαμίν της οικογένειας που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι.

"Βρε, καλώς τον Παριζιάνο! Πως και μας θυμήθηκες;"Ο Σέργιος αγκάλιασε τον αδελφό του και τον χτύπησε στην πλάτη.

"Δεν μπορούσα να λείπω από τον γάμο σου, αλλά δυστυχώς καθηστέρησε η πτήση μου και αναγκάστηκα να διανυκτερεύσω στην Αθήνα"

"Μην στεναχωριέσαι, αγόρι μου, δεν έχασες και τίποτα." Απάντησε η Μυρσίνη.

"Τι λες ρε μάνα; Κάναμε έναν γάμο κάτσε καλά! Όλο το χωριό ήρθε"

"Και βέβαια, που θα ξαναέβλεπαν έναν Σεβαστό να ρεζιλεύεται έτσι;"

"Μυρσίνη, αρκετά! Η μόνη που μας ρεζιλεύει είσαι εσύ με την συμπεροφορά σου!" Την κατσάδιασε ο σύζηγος της.

"Και που είναι τώρα η νέα μας νύφη που η μητέρα συμπαθεί τόσο πολύ;" ρώτησε ο Νικηφόρος, κάνοντας τα αδέλφια του να κρυφαγελάσουν.

"Στο σπίτι τους. Θα σε πάει ο αδελφός σου να την γνωρίσεις αργότερα" Όλοι παρατήρησαν την ψυχρότητα με την οποία υποδέχτηκε ο Δούκας το παιδί του, κάτι που χαροποίησε τον Σέργιο. Εκείνος ήταν ο εκλεκτός του και αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ,  ούτε με όλα τα πτυχία του κόσμου.
 
~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Νικηφόρος αφού ξεκουράστηκε μερικές ώρες βγήκε να κάνει μια βόλτα στο χωριό.

Για να είναι ειλικρινής δεν του είχε λείψει καθόλου το Διαφάνι. Αν ήταν στο χέρι του ούτε που θα πατούσε το πόδι του ,αλλά η θεία του η Ανέτ απείλησε να του κόψει την καλημέρα αν έχανε μια τόσο σημαντική στιγμή για τον αδελφό του.

Ευτυχώς θα έφευγε σε μερικές. Και μόνο η σκέψη να μείνει μόνιμα σε μια τόσο κλειστή κοινωνία, συνεχώς κάτω από το αυστηρό βλέμμα του πατέρα του, του προκαλούσε δυσφορία.

Διέσχιζε την πλατεία του χωριού, χαμένος στις σκέψεις του, την ίδια στιγμή που η Ασημίνα πήγαινε κάτι καινούργια υφάσματα στην  Ουρανία. Μέσα στην βιασύνη της παραπάτησε και έπεσε μπροστά στα πόδια του νεαρού άντρα.

"Είστε καλά;" Ο Νικηφόρος έσπευσε να την βοηθήσει.

"Ναι, ευχαριστώ" μουρμούρισε το κορίτσι, κατακόκκινο από ντροπή. Την βοήθησε να σταθεί και να μαζέψει τα πράγματά της. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και ήταν λες και σταμάτησε ο χρόνος.

"Είστε σίγουρη; Μήπως χτυπήσατε πουθενά;"

"Σας είπα είμαι καλά, τι άλλο θέλετε;" Η Ασημίνα απάντησε πιο απότομα από ότι ήθελε, και το μετάνιωσε αμέσως.

"Συγγνώμη, δεν ήθελα να γίνω φορτικός" Έκανε να φύγει, αλλά το κορίτσι των σταμάτησε.

"Περιμένετε! Δεν ήθελα να φανώ αγενής, απλώς έχω δουλειά και βιάζομαι" δικαιολογήθηκε.

"Και δεν έχεις χρόνο ούτε για να μου πεις το όνομά σου;"Ρώτησε.

"Ασημίνα"

"Νικηφόρος"Με μια βιαστική χειραψία και ένα ντροπαλό χαμόγελο έφυγε, αφήνοντάς τον να συνεχίσει τον περιπατό του με το ονομά της στα χείλη του και την μορφή της χαραγμένη στο μυαλό του.

~~~~~~~~~~~~~~~

Κόντευε μεσημέρι και η Ελένη ήταν μόνη στο σπίτι. Τα κορίτσια ήταν στις δουλειές τους και ο Σεργιος στο πατρικό του. Σκούπιζε την αυλή όταν είδε τον Λάμπρο να πλησιάζει από μακριά.

"Τι θες εσύ εδώ;" Απαίτησε. Λες και δεν ήταν αρκετά άβολη η προηγούμενη συναντησή τους το πρωί.

"Μήπως είδες τον Γιάννο;" Ρώτησε εκείνος. Ήξερε πως έπρεπε να είναι στα γύρω χωράφια και να ψάχνει, αλλά ασυναίσθητα τα βήματά του τον έφεραν σπίτι της.

"Όχι, δεν πέρασε καθόλου από εδώ. Γιατι ρωτάς; Συνέβη κάτι;"

"Ναι, δεν μπορούμε να τον βρούμε πουθενά. Ο πατέρας τον ψάχνει απ'το πρωί"

"Μην ανησυχείς, κάπου θα ξεχάστηκε. Τα συνηθίζει κάτι τέτοια " Προσπάθησε να τον καθησυχάσει, αλλά δεν τα κατάφερε.

"Ο αδελφός μου δεν είναι καλά καιρό τώρα. Φοβάμαι μην κάνει καμιά τρέλα." Χίλια σενάρια πέρασαν από το μυαλό του, το ένα χειρότερο από το άλλο.

Είδε τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα και έτρεξε κοντά του χωρίς δεύτερη σκέψη. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό του και τον έκανε να την κοιτάξει.

"Μην βάζεις τέτοια πράγματα στο νου σου. Κάπου εδώ τριγύρω θα είναι. Πάμε να τον ψάξουμε μαζί, εντάξει;" Ο Λάμπρος έγνεψε, πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει και έκλεισε τα μάτια για να απολαύσει το αγγιγμά της που ακόμη και μετά από τόσα χρόνια έκανε την καρδιά του να χτυπάει πιο δυνατά.

Βλέποντας τον τόσο ευάλωτο της θύμισε τον παιδικό της φίλο, τότε που είχε βιώσει την απώλεια της μητέρας του σε τόσο τρυφερή ηλικία, και συνειδητοποίησε ότι η αγάπη της για εκείνον θα ξεπερνάει πάντα τον θυμό και την πίκρα της.

ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ Where stories live. Discover now