ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑ.

172 7 6
                                    

Η μέρα ξημέρωσε μουντή, συννεφιασμένη. Ο ουρανός ήταν γκρίζος και έτοιμος να αρχίσει να βρέχει από στιγμή σε στιγμή, συμβαδίζοντας με τον κλίμα που επικρατούσε στην κηδεία του Γιάννου Σεβαστού.

Όλο το χωριό ήταν εκεί εκτός από εκείνη που ο Λάμπρος είχε ανάγκη περισσότερο από όλους.

Η Ελένη ήθελε πάρα πολύ να είναι στην
κηδεία, είχε μαυροφορεθεί και περίμενε τις αδελφές της για να φύγουν όλες μαζί, αλλά τις πρόλαβε ο Σέργιος.

"Που νομίζεις ότι πηγαίνεις;" Απαίτησε, αγριοκοιταζωντάς τον στο μαύρο του κουστούμι.

"Μαζί σας, φυσικά. Δεν είναι σωστό να αφήσω την γυναίκα μου και τις αδελφές τις ασυνόδευτες. "Είπε με ψεύτικη καλοσύνη, κανοντάς την ακόμη πιο έξαλλη.

"Ξέχνα το!"

"Γιατί; Φοβάσαι μην μας δει ο δασκαλάκος σου και στεναχωρηθεί;" Βαρέθηκε γρήγορα να το παίζει καλός και επέστρεψε στα πικρόχολα σχόλια.

"Έχεις πολύ μεγάλο θράσος τέλικα! Δεν φτάνει που οι άνθρωποι έχουν τον πόνο τους θα πρέπει να ανέχονται και εσένα που έκανε την ζωή του Γιάννου κόλαση;"Ξέσπασε.

"Για να το ξεκαθαρίσουμε, ή θα πάμε μαζί ή δεν θα πας, καθόλου "

Η Ελένη δάγκωσε την γλώσσα της για να μην τον βρίσει. Ήταν βίαιος και απρόβλεπτος. Μπορει να μην ξεσπούσε μόνο πάνω της. Δεν μπορούσε να το διακινδυνέψει. Έτσι είπε ένα κοφτό "καλώς", έστειλε τις αδελφές της και κλειδώθηκε στην καμαρή της και έβαλε τα κλάματα από τα νεύρα.

Χοντρές σταγόνες βροχής έπεφταν στο παραθυρό της, λιώνοντας τις ελπίδες που είχε πως ο Σέργιος θα έβγαινε σύντομα και θα έβρισκε την ευκαιρία να πάει κοντά στον Λάμπρο της.

Κατάφερε να ηρεμήσει λίγο και να κοιμηθεί, και όταν ξύπνησε δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, η βροχή είχε δυναμώσει και ήταν μόνη στο σπίτι.

Φόρεσε μια ζακέτα και βγήκε έξω για να πάρει μερικά ξύλα για το τζάκι. Κατέβηκε κάτω και καθώς γέμιζε την αγκαλιά της με κούτσουρα άκουσε έναν ήχο, σαν λυγμό, από το μικρό αποθηκάκι.

Άφησε τα ξύλα, εκτός από ένα που κρατούσε σαν όπλο για να υπερασπιστεί τον ευατό της, αν χρειαστεί, και πλησιάσε. Δεν ήξερε τι περίμενε, αλλά σίγουρα δεν ήταν αυτό.

"Λάμπρο;"Καθόταν κουλουριασμένος στην μέση του μικρού δωματίου με ένα μπουκάλι τσίπουρο σφιχτά στο ένα του χέρι. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε δάκρυα με κυλούν στα μαγουλά του. Η ψυχή της μάτωσε.

"Ψυχή μου, τι κάνεις εδώ;" Γονάτισε δίπλα του και άρπαξε το ποτό από τα χέρια του.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. "Δεν ξέρω. Ήθελα να είμαι κοντά σου. Μόνο έτσι ηρεμώ" Παραδέχτηκε, κοιταζοντάς την με λατρεία. Μόνο η αγάπη της ήταν γιατρικό για τον πόνο που ένιωθε.

"Είναι πολύ ριψοκίνδυνο. Μπορεί κάποιος να σε είδε."

"Κανείς δεν με είδε. Ήμουν πολύ προσεκτικός. Λενιώ...ο αδελφός μου... Πάει" Τον έπιασε το παράπονο και έβαλε τα κλάματα σαν μικρό παιδί. Η Ελένη τύλιξε τα χέρια του γύρω της προστατευτικά,μαλακώνοντας τον πόνο του με απαλά αγγίγματα στην πλάτη και στα μαλλιά.

"Έχω ανάγκη να σε νιώσω...σε παρακαλώ" Ψιθύρισε, φιλώντας τα χείλη της σαν διψασμένος που είχε βρεί μια όαση. Εκείνη ανταποκρίθηκε με θέρμη και έγιναν ένα με τον γνωστό τους πάθος, αλλά και με μια απελπισία, μια ανάγκη να ξεχαστούν και να παρηγορηθούν από αυτή τους την ένωση.

Όταν τελείωσαν ξάπλωσαν σιωπηλοί στο παλιό στρώμα του Γιώργη, που χρησημοποιούσε όταν οι καλοκαιρινές βραδίες ήταν ανυπόφορες και προτιμούσε να κοιμηθεί έξω από το σπίτι, προσπαθώντας να βρούν τις ανάσες τους.

"Ο πατέρας σου πως είναι;"Ρώτησε διστακτικά η Ελένη.

"Διαλυμένος. Δεν ξέρω αν θα το αντέξει. Φοβάμαι για εκείνον."

"Μην φοβάσαι. Ο Μιλτιάδης είναι δυνατός άνθρωπος. Θα καταφέρει να σηκωθεί στα πόδια του. Το ίδιο και εσύ" Τον καθησύχασε, φιλώντας το γυμνό του στέρνο.

Εκείνός δεν απάντησε. Μόνο αναστέναξε και την έσφιξε πιο σφυχτά πάνω του. Άκουγαν τον ήχο της βροχής που τους νανούριζε σχεδόν όταν ο Λάμπρος ξαφνικά σηκώθηκε.

Έπιασε το παλτό του που ήταν παραπεταμένο λίγο πιο πέρα και έβγαλε κάτι από την μπροστινή τσέπη. "Αυτή ήταν η τελευταία ζωγραφιά που μου έδωσε."

Την πήρε στα χέρια της και την κοίταξε. Στην αρχή δεν κατάλαβε ποιο ήταν το αγόρι και το κορίτσι έξω από το σπιτάκι με τον σταυρό που μάλλον ήταν εκκλησία, αλλά είδε τα ονοματά τους γραμμένα και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της.

"Ήξερε για εμάς;"

Ο Λάμπρος έγνεψε. "Μας είχε δει σε μια από τις συναντήσεις μας. Έπρεπε να δεις πόσο χαρούμενος ήταν. Σε αγαπούσε πολύ"

"Και εγώ τον αγαπούσα. Σαν μικρό μου αδελφό τον έβλεπα." Του έδωσε πίσω την ζωγραφιά και πέρασε το άλλο της χέρι γύρω από το λαιμό του, χαιδεύοντας τα μαλλιά που άγγιζαν τον αυχένα του. Τα μετωπά τους ενώνονταν, τα χείλη τους μόλις λίγα εκατοστά μακριά."Θα πραγματοποιήσουμε την επιθυμία του."

"Στο υπόσχομαι" Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα γλυκό, νωχελικό φιλί που θα αργούσαν να σταματήσουν αν δεν τους διέκοπτε το γέλιο του Σέργιου.

Η ανάσα της κόπηκε, ο Λάμπρος αντέδρασε ενστικτωδώς και μπήκε μπροστά της για να την προστατέψει. Όλα είχαν τελειώσει. Όλα είχαν τελειώσει πρίν καν αρχίσουν.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Sep 03, 2022 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

ΝΥΧΤΑ ΓΑΜΟΥ Where stories live. Discover now