Ήταν μισό κοιμισμένη στην αιώρα της παραλίας που έφτιαξε ο παππούς της για να λιάζεται τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού.
«Πρέπει να το βλέπει ο ήλιος το παιδί!Όλη μέρα εσένα βοηθάει» τον ακούει να κατσαδιάζει την μάνα της κάθε φορά που ξαπλώνει στην αιώρα.
«Ο ύπνος θρέφει τα μωρά και ο ήλιος τα μοσχάρια» απάντησε η μητέρα της ελαφρώς εκνευρισμένη που ο λόγος της δεν περνούσε .
«Δεν πας να σε δει και εσένα λίγο ο ήλιος;Μπας και σφάξουμε τίποτα τον χειμώνα» της απάντησε ο παππούς ειρωνικά και έστριψε το ταιγκελωτο του μουστάκι.
«Πάλι τσακώνεστε εσείς;» Μπήκε μέσα η γιαγιά κρατώντας ένα ταψί με ψάρια μέσα.
«Τα παράπονα στην κόρη σου,εγώ πάω στο παιδί!» Έφυγε αφήνοντας τες στην κουζίνα.
« παιδάκι μου τι ψάχνεις και εσύ;Λογική με τον πατέρα σου;»της είπε δίνοντας της ένα μαχαίρι για να ξελεπιασουν τα ψάρια .Ο παππούς διέσχισε την ψιλή καυτή αμμουδιά και πλησίασε την εγγόνα του.
«Γιατί γκρινιάζει πάλι η κόρη σου;» Τον ρώτησε η Αλίκη αντιλαμβάνονται την παρουσία του.
«Δεν την ξέρεις τώρα την μάνα σου;Θέλει κάτι για να τρώγεται !»αυτη άνοιξε τα μάτια της και πήρε αγκαλιά τον παππού της.Δεν ήταν τα και κάτι κρυφό.Η Αλίκη και η μάνα της δεν τα πήγαιναν όντως καλά!Ειδικά μετά τον θάνατο του πατέρα της.
«Δεν θα μπεις καθόλου να δροσιστείς;»της είπε κοιτώντας την ήρεμη θάλασσα.
Έβγαλε το αραχνοΰφαντο της και βούτηξε στη θάλασσα.Σαν αγρίμι.
Ο παππούς της την κοίταζε νοσταλγικά.
Μεγάλωσε.Μεγάλωσε απότομα.Χάνοντας τα παιδικά χρόνια με τον πατέρα της.Πως να της έλεγε τώρα ότι η μάνα της έχει κανονίσει προξενιό;Μόλις είχε κλείσει τα 17.
Που θα ξαναβρεί αγνότητα αυτό το παιδί;
Αυτά σκεφτόταν και βασανιζόταν.
Την έβλεπε και την χαιρόταν να σκίζει τα νερά που φάνταζαν γλυκά μπροστά στη θύελλα της.Αλίμονο σε όποιον σταθεί εμπόδιο στη ζωή της .Μέσα από το πετρόχτιστο σπίτι βγήκε η μανα της .Αριστοκρατικά ντυμένη με τα λινά της και τις κορδέλες στα μαλλιά της.Μεγάλα βραχιόλια και κολιέ κοσμούσαν τη φιγούρα της.Αδύνατη πετσί και κόκκαλο.Είπε να γεννήσει ένα αντίγραφο της.
Η Αλίκη μοιάζει πολύ στην μητέρα της,την Σμαράγδα,κατσαρά κάστανα μαλλιά με κάποιες ανοιχτές ξανθό κόκκινες ανταύγειες απ τον ήλιο , καταγάλανο μπιρμπικωτο ματι και έντονες γωνιές .«Έχεις σκοπό να μαζευτείς στο σπίτι εσυ;»της φώναξε από μακριά.
«Γιατί σου λείπω;»ήταν γνωστό πως της άρεσε να της πάει συνεχώς κόντρα.
«Ντύσου σαν άνθρωπος και φεύγουμε θα πάμε επίσκεψη!»της είπε αυστηρά και εκείνη απόρησε.
«Που;» Σηκώθηκε όρθια και πλησίασε προς το μέρος της.
«Στους Βερικιους» στο άκουσμα πάγωσε.
Κάτι είχε πάρει το αφτί της πως η μάνα της κανόνιζε μια συνάντηση αλλά δεν νόμιζε πως θα το κάνει στο κάτω κάτω 2011 έχουμε.
«Να κάνουμε τι στους Βερικιους;» Απάντησε εμφανώς ενοχλημένη.
«Θα γνωρίσεις τον γιο τους!Ειναι καλό παιδί και από καλή οικογένεια!»εφτιαξε τα μαλλιά της και πήγε μέσα.
«Εννοείς έχει πλούσια οικογένεια!Γιατι να θες να με παντρέψεις από τώρα άλλωστε;»την ακολούθησε χτυπώντας την φτέρνα της από τα νεύρα της.
«Θα τον παντρευτείς και δεν σηκώνω κουβέντα!»υψωσε η μάνα την φωνή και οι σβέρκοι μπήκαν μέσα.
«Άκου τη μάνα σου κοριτσάκι μου ,κάτι παραπάνω θα ξέρει»την έπιασε με το καλό η γιαγιά Κατέρω.
«Τι ξέρει μωρέ;15 χρόνια παντρεμένη ήταν και απλά έμεινε χήρα!Δες την ούτε καν την νοιάζει που πέθανε ο πατέρας μου »ειπε αφήνοντας τους παγωμένους και έφυγε τρέχοντας από το σπίτι.Χύθηκε στα πέτρινα δρομάκια του νησιού κλαίγοντας.Τα μάγουλα της έτσουζαν από τα δάκρυα και την αλμυρά.
Της ήταν κάτι το αδιανόητο να παντρευτεί μόνο και μόνο από λεφτά.
Και η αγάπη;Που είναι η αγάπη;
Έπεσε κάτω αφού σκουντούφλησε σε κάτι σκληρό.Μπορούσε να καταλάβει ότι έπεσε πάνω σε κάποιον αλλά από το φως του ηλίου δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του.
«Αλίκη;» Άκουσε μια αρκετά γνώριμη φωνή.Της άπλωσε το χέρι του για να σηκωθεί.
Τον κοίταξε προσπαθώντας να καταλάβει ποιος είναι.
«Αλέξη;» Σχεδόν ψυθίρισε το όνομα του λίγο πριν αφού χυθεί στην αγκαλιά του.
«Τι κανείς εδώ;Ήρθε και ο Στάθης μαζί σου;»τον ρώτησε ενθουσιασμένη.
«Ο αδερφός σου Αλικάκη έχει προσηλωθεί στη Νομική»της είπε και την κοίταξε εξεταστικά.
«Κι εσυ τι κανείς εδώ;»ρώτησε απορημένη με ένα χαμόγελο στα χείλη της.
«Ήρθα να δω την οικογένεια μου...και εσάς φυσικά.Μου λείψατε.» Στα λόγια του υπήρχε μια αμηχανία βλέποντας τον πρώτο άνθρωπο αφού πάτησε το πόδι του στο νησί για τον οποίο είχε συναισθήματα άκρως δυνατά.
Εξέταζε τα μάτια της,τα σκούρα λεπτά της φρύδια,τα σκασμένα από τη ζέστη χείλια που τόσο ήθελε να της τα δροσίσει.
«Τι κοιτάς;»ρώτησε ντροπαλά η Αλίκη.
«Το πως μεγάλωσες.Είσαι μια δεσποινίδα»της είπε κάνοντας ένα βήμα πίσω.Δεν θα μπορούσε ποτέ να την πλησιάσει αφού είναι η αδερφή του καλύτερου του φίλου.
«Αλέξη,νομίζω πως θα χρειαστώ τη βοήθεια σου»είπε σκεπτόμενη και αγχωμένη.
«Ακόμη δεν ήρθα και έμπλεξες;»είπε σμίγοντας τα φρύδια του.
«Θα με παντρέψουν με τον Βερικιο.Πρέπει να με βοηθήσεις!»
YOU ARE READING
Το δικό σου μαργαριτάρι
Teen FictionΣε ποιον άνθρωπο να βυθιστείς;Να πνιγείς μέσα του;Η Αλίκη Καψάλη επέλεξε να ακούσει την καρδιά και όχι το μυαλό της .Κάνοντας έτσι ένα ταξίδι που θα της αλλάξει τη ζωη αφήνοντας πίσω τη ζωη του όμορφου της νησιού,ήταν έτοιμη να μάθει τη ζωη στην Αθή...