🦋

334 4 0
                                    

Ο Ντούνιας, κοιτούσε την Αιμιλία και δεν ήξερε πώς να τη βοηθήσει. Αλήθεια, δεν ήξερε. Στα μάτια της, έβλεπε πόνο και θλίψη, θυμό, οργή, απελπισία. Αυτό όμως που τον γοήτευσε παραπάνω, είναι ότι δεν έβλεπε φόβο. Άσχημος καιρός να αγαπήσεις, να ερωτευτείς, μα μια στιγμή, φτάνει για να αλλάξει ολάκαιρη τη ζωή σου. Και λοιπόν; Τί θα μπορούσε να κάνει; Σκληρός άντρας. Δεν είχε μάθει να φοβάται. Ούτε κι αυτός. Άρπαξε το χέρι της. Με το άλλο του χέρι, άρπαξε το όπλο. «Κάνε στην άκρη, Ακύλα. Θα σε σκοτώσω!» είπε με βροντερή φωνή. Κι ο Ακύλας απλώς γελούσε. Παρανοϊκά. Σαν τρελός. «Τίποτα δε θα κάνεις, Ντούνια. Είσαι ένας άχρηστος, όπως και ο γιος σου.» Αυτά τα λόγια, έκαναν τον αστυνομικό να γεμίσει με μίσος τόσο πολύ, που δεν το είχε ξανανιώσει ποτέ. Έκλεισε για μισό δευτερόλεπτο τα μάτια του. Και ύστερα ξεκίνησε να πυροβολάει.
   Η Αιμιλία, ούρλιαζε πανικόβλητη. Έκλαιγε. Δάκρυα έτρεχαν χωρίς να μπορεί να τα σταματήσει. Και τελικά, μία απ' τις σφαίρες λάβωσε πολύ σοβαρά τον Ακύλα. Σοριάστηκε στο πάτωμα. Κανένας δεν τον λυπήθηκε. Μόνο ο Χρήστος. Που τον είχε, στο θωλομένο του μυαλό, σαν είδωλο. Επαναστάτη. Αρχηγό. Έτρεξε κοντά του. Εκείνος πρόλαβε να του τραβήξει το χέρι. Ακόμα και καθώς πέθαινε, δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει, ψυχοπαθής. Αυτό ήταν στα σίγουρα. Μέχρι και τον ίδιο του τον θάνατο, θα χρησιμοποιούσε, για να φτάσει εκεί που θέλει. «Τη Ζωή, Χρήστο. Θέλω να πληρώσει...» πρόλαβε να πει, πριν η φωνή του αρχίσει να γίνεται αδύναμη. «Τη Ζ-ζωή...Τους Σεβαστούς. Τις Σταμίρενες...Να...να...να τους...» δεν πρόλαβε άλλη μια, τελευταία ντροπή να βγάλει από το στόμα του. «Αν υπάρχει Θεός, είναι φιλεύσπλαχνος, τον προστάτεψε απ' το να λερώσει την ψυχή του, για μια ακόμη, τελευταία φορά.» είχε πει ο Ντούνιας. Η Αιμιλία, ήταν ακόμη σε σοκ, ακόμη έκλαιγε. «Ποιος Θεός...» ούρλιαξε, καθώς σπάραζε. «Πού είσαι...» φώναξε με όλη της τη δύναμη, για να την ακούσει Αυτός ο Θεός...να τη λυπηθεί. «Πάρτην και φύγε, Ντούνια.» είπε ο Χρήστος. Ο οποίος ήξερε ακριβώς τί έπρεπε να κάνει. Κι ο σκληρός αστυνομικός, άλλη επιλογή δεν είχε. Μόνο αυτήν. Να την πάρει και να φύγουν. Κι αυτό έκανε. Της έπιασε το χέρι και έφυγαν. Πού πήγαν; Κανένας δεν έμαθε. Ποτέ. Γιατί...όσο κι αν προσπαθήσει ένας άνθρωπος, τη φύση, δε μπορεί να τη νικήσει. Δε μπορεί. Όσο κι αν είναι μετανιωμένος ένας λύκος...Δε θα γίνει πρόβατο ποτέ. Κι έτσι, ο Παράσχος και η Αιμιλία έφυγαν. Άφησαν πίσω οικογένειες, παιδιά...τον Σταυρό, ένα παιδί που μόνο ανακούφιση πήρε απ' τον ‹χαμό› του πατέρα του. Έτσι του άρεσε να λέει στον εαυτό του. Πως πέθανε. Πως δεν τον βρήκε κανείς. Τουλάχιστον, ήθελε να πιστέψει, ότι πέθανε πάνω στη μάχη κι όχι πως έφυγε δειλός.
    Και η Αιμιλία, έκανε μήνες να ξεπεράσει το τραύμα. Κι όμως, τα κατάφερε. Με τη βοήθεια του Παράσχου. (Ντούνια). Εξ άλλου, λένε πως ο δαίμονας του ενός, είναι ο άγγελος του άλλου. Και ναι. Ήταν. Και καφέ της έφτιαχνε κάθε πρωί. Και την σκέπαζε το βράδυ. Και στο καράβι, τη μέρα που το έσκασαν, την είχε αγκαλιά, όσο εκείνη έκλαιγε. Και της τραγουδούσε ♪«εις στον αφρό, εις τον αφρό της θάλασσας, η αγάπη μου, η αγάπη μου κοιμάται. παρακαλώ σας, κύματα, μη μου την ξυπνάτε.» για να την ηρεμήσει. Χαϊδεύοντας της τα μαλλιά. Φιλώντας της το μέτωπο.... Ξαστεριά. Κατάστρωμα. «Σήμερα, Ορφανίδη... σήμερα.» μουρμούρησε. «Τί λες;» ρώτησε τότε η Αιμιλία. Κι ο άντρας, γέλασε με λυπημένο τρόπο. «Με ρώτησε κάποτε ο Ορφανίδης...πότε θα κάνει ξαστεριά. Πήρα λοιπόν το τουφέκι...όπως θα έκανε κι εκείνος....ποιος θα το έλεγε.»

Το δικό μου φινάλε, για τις άγριες μέλισσες.Where stories live. Discover now