🌼

205 1 0
                                    

η μυρσίνη  δεν μπορούσε να αποδεχτεί οτί ο δούκας το έσκασε. έλεγε ότι αυτό δεν γίνεται και ότι κάτι άλλο θα του έχει συμβεί. σε κανέναν δεν πήγαινε στο μυαλό ότι μπορεί να είναι με την ελένη. φοβόντουσαν για τα χειρότερα, όμως δεν έβρισκαν πτώματα πουθενά. επιπλέον, ο ντούνιας δεν είχε  κάνει τον κόπο να κρύψει το πτώμα του ακύλα. επομένως ήταν φυσικό επόμενο να μην αργήσει να αποκαλυφθεί η αλήθεια...στην αρχή, η λυγερή αυτή γυναίκα, έπεσε σε κατάθληψη, δεν μπορούσε να το αντέξει. στη συνέχεια όμως τον μίσησε καθώς πήγε με τη φόνισσα του σέργιου. ό,τι και να ήταν ο σέργιος, ήταν ακόμα ο γιός της, ο πρωτότοκος. 

            σε λίγο καιρό, μήνες αργότερα, που η μυρσίνη είχε μείνει μόνη της και είχε χρόνο να σκεφτεί...άρχισε να παραδέχεται κάποια πράγματα που παλαιότερα, ούτε στον εαυτό της δεν τουλμούσε να τα πει. κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέπτη, τα λυτά της μαλλιά. δάκρυα...  γιατί τα είχε κάνει όλα αυτά; γιατί προσπαθούσε απεγνωσμένα να αγαπήσει κάποιον άντρα. δε μπορούσε να αποδεχτεί ότι, την αντιγώνη...εκείνη την αγάπησε πρώτη κι όχι ο δούκας.  μα φυσικά, δεν τόλμησε ποτέ να της το πει, κι από όσο φάνηκε, δεν άξιζε καν τον κόπο. 

     μια μέρα, η ζωή, που πλέον είχε απαλαχθεί από τον μεγαρίτη, ένιωσε την ανάγκη να την επισκεπτεί. μόνη της είχε μείνει πια... την λυπήθηκε. χτύπησε την πόρτα κα η αγορίτσα, έτρεξε να της ανοίξει. "κυρία μεγαρίτη, τι κάνετε εδώ;'' ρώτησε έκπληκτη. η ζωή, με ένα θυμωμένο βλέμμα, την διόρθωσε. "λειβαδά. τη μυρσίνη ήρθα να δω." αποκρίθηκε. τότε η μυρσίνη, την κοίταξε κατάματα, ενώ την πλησίασε.
- τί ήρθες εσύ να κάνεις εδώ;
- να δω πώς είσαι...τόσο κακό είναι;  ~ρώτησε μπερδεμένα η ζωή, βάζοντας μια τούφα μαλλιών πίσω από το αφτί της με αμηχανία.~
- γιατί δεν ασχολείσαι με τον γάμο της κόρης σου;
η ζωή, δεν απάντησε. μόνο της έπιασε απαλά το χέρι.

      τέτοιες συναντήσεις, γίνονταν συχνά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια φιλία ανάμεσα στις δύο αυτές γυναίκες. μιλούσαν για την απόρριψη που συχνά δέχονταν απ' τα παιδιά τους στο παρελθόν, μια μέρα..η κουβέντα το έφερε; η μυρσίνη δεν άντεξε άλλο; ξέσπασε. «είμαι λεσβία, ζωή.» είπε χωρίς ντροπή, ενώ την κοιτούσε στα μάτια. δεν έπεσε και το ποτήρι με το τσάι, από τα χέρια της ζωής, ο γιος της εξ άλλου έκανε την ζωή του με ένα νεαρό αγόρι που γνώρισε μέσω του θεατρικού του, τον φίλιππο. περίεργο παιχνίδι της μοίρας, αυτό το όνομα. τότε η ζωή, που ένιωθε καιρό έτσι, πλησίασε τη μυρσίνη και τη φίλησε απαλά στα χείλη. "δεν..δεν ξέρω τί να πω..." είπε με τη σειρά της, ενώ μετά από καιρό ένιωσε ένα δάκρυ χαράς να κυλάει απ' τα μάτια της. πρώτη φορά ένιωσε ελεύθερη. ήταν ο εαυτός της. "από κάπου περνούν τα παιδιά, μυρσινάκι μου." είπε με περηφάνια, για τον λευτέρη. αν και η ζωή, δεν ήταν καθαρά λεσβία. και άντρες είχε αγαπήσει. και τον κωνσταντή, κι ας μην το παραδεχόταν. όταν το άκουσε αυτό η μυρσίνη, έκανε ένα θετικό νεύμα και της έσφιξε τα χέρια, και τα δύο. έπρεπε να της πει κάτι, κάτι που τη βάρενε καιρό. “ορκίσου ότι αυτό θα το πάρεις στον τάφο σου...” της είπε με σοβαρό ύφος, πριν της το αποκαλύψει. “στο ορκίζομαι.” ορκίστηκε η ζωή. η μυρσίνη τότε, έκλαψε. έκλαψε πίκρα. “απο κάπου παίρνουν τα παιδιά, ζωίτσα...ο σεργιος ήταν... και...προσπαθούσε με τη βία να...γιατί αγαπούσε πολύ τον Μάνο Βόσκαρη και... εγώ φταίω.” ούτε ολόκληρες προτάσεις δεν μπορούσε να αρθρώσει. η ζωή τότε κατάλαβε γιατί η μυρσίνη δε μπορούσε να κρατήσει κακία στον σέργιο, γιατί ένιωθε υπεύθυνη. την έσφιξε στην αγκαλιά της δυνατά. “η κοινωνία φταίει...όχι εμείς.” .
κι έτσι αυτές οι δύο, έζησαν μέχρι τα βαθιά γεράματα, μαζί. μια αγάπη που μπορεί να μη βγήκε ποτέ απ' τους τέσσερις τοίχους του σεβαστέικου, ήταν όμως πάντα ελεύθερη και όμορφη...

Το δικό μου φινάλε, για τις άγριες μέλισσες.Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ