☀️

206 1 0
                                    

Ο Λάμπρος, βασανίζονταν κάθε μέρα, χωρίς τη Λενιώ του. Λίγες φορές, τολμούσε να κατηγορήσει τον εαυτό του και να κλάψει. Τις περισσότερες όμως, κατηγορούσε την Ελένη. Δεν μπορούσε να την μισήσει, μισούσε όμως το γεγονός ότι δεν ήξερε πού ήταν το παιδί του και αυτό τον τρέλαινε. Οργισμένος, λοιπόν, για όλα αυτά που του είχαν συμβεί, ξεκίνησε να πετάει πέτρες. Κάθονταν στη μέση του χωραφιού και είχε ανοίξει λίγο το λευκό πουκάμισο του. Ο ήλιος τον έκαιγε κι εκείνος δεν το ένιωθε καν. Είχε τόση πολλή οργή μέσα του που το μόνο που τον έκαιγε, πλέον, ήταν μια φλόγα στο στήθος, μαζί με έναν δυνατό κόμπο στον λαιμό που τον έπνιγε. Αναρωτιόταν πώς γίνεται ο ίδιος αλλά και τα χωράφια να μην ήταν αρκετά δυνατά για να κρατήσουν την Ελένη. Εκείνη έλεγε πως θα σκότωνε για αυτόν και για την γη της θα πέθαινε. Όμως, μάλλον στα λόγια τα έβρισκαν πιο εύκολα από τις πράξεις, κι εδώ αξίζει να αναρωτηθούμε αν ο Λάμπρος ήταν άξιος να το σκεφτεί αυτό, μετά που γύρισε, στο Διαφάνι, παντρεμένος με την Θεοδοσία, μόνο και μόνο για να καταστρέψει αργότερα και τη δική της ζωή. Βέβαια η ζωή της Λενιώς είχε πολλούς ανθρώπους που προσπαθούσαν να την καταστρέψουν. Ένας από αυτούς, ήταν ο Δούκας, μεταξύ άλλων. Αυτόν γιατί τον είχε συγχωρέσει; Γέμιζε φθόνο, μίσος και πόνο η καρδιά του νεαρού άντρα.
       Μερικά τραύματα, όσο κι αν προσπαθούμε να τα επουλώνουμε, δεν κλείνουν ποτέ. Αφήνουν πάντα μια ρωγμή που μπορεί να μην πονάει πια, όμως θυμίζει πάντα στον πληγωμένο, ότι είχε πληγωθεί. Είναι δική μας επιλογή αν θα επιλέξουμε αυτή τη ρωγμή να κάνουμε μετάλλιο και να τη φοράμε με περηφάνια, ή να την κρύψουμε βαθιά, κάτω απ' την ψυχή μας και να φύγουμε, από φόβο μήπως ανοίξει ξανά, ή από οργή που υπάρχει ακόμα. Κι ίσως ο Δούκας, για την Ελένη να ήταν αρκετά δυνατός για να σβήσει αυτή τη ρωγμή, αφού μπόρεσε να σβήσει και τόσες άλλες που ο ίδιος είχε ανοίξει. Αυτή ήταν η μόνη παρηγοριά που είχε ο Λάμπρος, για να βγάζει τη μέρα. Κι ότι το παιδί του ήταν καλά. Αυτό το τραύμα, ποτέ δε θα έκλεινε, όχι.... πού ήταν το παιδί του;
___________☀️___________

Η Σοφούλα, είχε καταφέρει επιτέλους, να βάλει τον μικρό Νέστορα για ύπνο. Ήταν ακόμα ένα εξαντλητικό Σαββατοκύριακο για αυτήν και χαιρόταν που τον κατάφερε να κοιμηθεί μεσημέρι. Μερικές φορές, ντρεπόταν που ακόμα και το γεγονός ότι είχε κάνει παιδί της είχε φέρει κατάθλιψη στο παρελθόν. Ήταν εύκολο να κατηγορήσει κανείς την επιλόχειο κατάθλιψη ή τα γονίδια της Παγώνας ή ακόμα και τον Βόσκαρη για το παρελθόν που είχε ζήσει μαζί του. Μα η αλήθεια είναι, ότι όταν ένας άνθρωπος ζει συμβατικά, με συμβιβασμούς που αφορούν τους ανθρώπους γύρω του, δεν είναι ποτέ ευτυχισμένος. Τα πάντα είναι μια αφορμή για να πάθει κατάθλιψη.
     Με όλες αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, η Σοφούλα, ξεκίνησε για μια βόλτα για να ξεχαστεί. Θα πήγαινε εξ άλλου, μέχρι το καφενείο και θα γυρνούσε. Αυτό το καφενείο, λειτουργούσε ως μια ανοιχτή αγκαλιά για τους διαφανιώτες πάντα, εκεί έβρισκαν θαλπωρή και αγάπη. Αυτό, η Σοφούλα, το θαύμαζε. Κι όταν είχε χάσει τον αδερφό της εκείνοι την στήριξαν. Κι όταν ο Βόσκαρης την πλήγωσε. Κι όταν γύρισε από το μοναστήρι.
    Μα πριν προλάβει να φτάσει στο καφενείο, είδε τον Λάμπρο να κλαίει στα χωράφια, οπότε δε μπορούσε να μην τρέξει να δει τί έχει. Στην αρχή φοβήθηκε μήπως έπαθε κάτι, όμως σύντομα συνειδητοποίησε ότι τα συγκεκριμένα χωράφια, ήταν το καλύτερο μέρος για να κλάψει για την Λενιώ του. 
–Συγχώρα με, ρε Λάμπρο, ξέρω ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, εγώ όμως πόσο καιρό στα έλεγα;
Ο Λάμπρος κοίταξε τα μάτια της και σκούπισε τα δάκρυα από τα δικά του. Απάντηση δεν πήρε, τί να της έλεγε; Όμως τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της, ξύπνησαν παλιές μνήμες. Και έτσι εκείνη, πήρε το θάρρος και τον φίλησε. Ο Λάμπρος, ξαφνιάστηκε και τραβήχτηκε πιο μακριά.
–Μα καλά, τι κάνεις εκεί Σοφία;
–Με συγχωρείς...
είπε εκείνη σκύβοντας το κεφάλι και ας μην μετάνιωσε. Όμως ένιωσε όμορφα και για το φιλί αλλά και για το γεγονός ότι ο Λάμπρος την αποκάλεσε Σοφία, όχι Σοφούλα, όπως συχνά έκανε ακόμη κι ο ίδιος ο άντρας της.
     Καθώς πήγε να φύγει, ο Λάμπρος, την τράβηξε από το χέρι και την φίλησε κι αυτός. Μετά εκείνη του έβγαλε το πουκάμισο...Αυτός την κόλλησε σε ένα δέντρο....δεν άργησε να μετατραπεί σε μια στιγμή πάθους αυτή η μοιραία συνάντηση.

     Κι αυτή η στιγμή πάθους είχε αρκετές επαναλήψεις. Και το παράνομο ζευγάρι, συνέχιζε να βρίσκεται. Η Σοφούλα δε θα χώριζε με τον Άγγελο, είχε ένα παιδί να μεγαλώσει. Όμως, στην καρδιά της, μόνο ο Λάμπρος υπήρχε. Από ανέκαθεν. Κι ο Λάμπρος μπορεί να μην έβγαλε τελείως απ' τη δική του την καρδιά την Ελένη, όμως την αγάπησε με πάθος και έρωτα την Σοφία. Ο Άγγελος, απ' την άλλη, έκανε υπομονή. Και ας ήξερε ότι κάποιον βλέπει. Δεν έκανε την προσπάθεια να μάθει ποιον. Πίστεψε ότι στο τέλος, θα τον ξαναδιαλέξει. Δεν ήθελε να λέει ότι ήταν συμβιβασμένη μαζί του, όπως κι εκείνος συμβιβαζόταν με τις συνθήκες, για να ζει με την αγάπη του.

   Έπαιρνε παράδειγμα απ' τον Παναγιώτη και την Βιολέτα, που είχαν καταφέρει να τα βρουν, μετά που ο Σταμάτης έφυγε, δειλός όπως πάντα, όταν η επόμενη πιτσιρίκα βρέθηκε στο διάβα του. Αυτό που δεν ήξερε είναι ότι εκεί έγινε το αντίθετο της ιστορίας. Ήρθε πρώτα η αγάπη, κι ύστερα ο έρωτας. Κι ο έρωτας κράτησε για πάντα. Και δεν έφυγε ποτέ. Είχαν εξάλλου επαφές και με τον Ευτύχη, η οικογένεια γίνεται απ' την αγάπη, όχι απαραίτητα απ' το αίμα.
    Μα κι ο Νικηφόρος με την Ασημίνα. Που κατάφεραν να πουν στο Σέργιο σχεδόν όλη την αλήθεια και τίποτα δεν άλλαξε μεταξύ τους. Βέβαια, όλο το χωριό συναίνεσε να την τροποποιήσει λίγο και να δώσουν στη Δρόσω το ρόλο της παρένθετης. Δεν απείχε και πολύ απ' την αλήθεια έτσι κι αλλιώς.
     Μα κι ο Ζάχος, που έζησε σε ένα μικρό σπιτάκι με τον Πέτρο, ως κολλητοί. Σαν αδερφό τον είχε. Είχαν συχνά περιπετειούλες με γυναίκες, ναι. Όμως επέλεξαν να μη συμβιβαστούν αφού δεν είχαν αυτό που πραγματικά αγάπησαν και συνέχισαν να το ψάχνουν σε κάθε γυναίκα που γνώριζαν. Ίσως στο τέλος να τα κατάφεραν...Ίσως πέθαναν προσπαθώντας. Μα ήταν μαζί, σύμμαχοι. Και ο Σεφέρης λέει ότι η ευτυχία είναι δύο χέρια. Πολλές φορές, μπορεί να είναι φιλικά.
    Εξ άλλου, ο Μελέτης και η Πηνελόπη, ζούσαν μαζί πλέον. Τον συγχώρεσε. Εντάξει, δεν κοιμήθηκαν ξανά στο ίδιο κρεβάτι αλλά και τι με αυτό; Η αγάπη μπορεί να δώσει στην καρδιά μας οργασμό, μέχρι και με ένα άγγιγμα στο χέρι.

Για αυτό...Στην αγάπη να υποχωρείτε αν χρειαστεί, ποτέ όμως να μη συμβιβάζεστε. Γιατί...όταν συμβιβάζεστε, αυτοκτονείτε, αγαπητοί μου φίλοι.
Αυτό είναι το δικό μου φινάλε, για τις Άγριες Μέλισσες και εύχομαι να ανταμώσουμε σύντομα, σε κάποια άλλη ιστορία ή σειρά.💕

🎉 You've finished reading Το δικό μου φινάλε, για τις άγριες μέλισσες. 🎉
Το δικό μου φινάλε, για τις άγριες μέλισσες.Where stories live. Discover now