***
Περασμένα μεσάνυχτα. Ο Αλέξης γυρνούσε από τον Πειραιά με τον τελευταίο συρμό του ηλεκτρικού. Ήταν από τις 7 το πρωί κοκαλωμένος σε μία καρέκλα. Λίγα διαλείμματα, ελάχιστη ξεκούραση. Το σώμα του μουδιασμένο και το μυαλό του το ίδιο. Αν και δεν το συνήθιζε, άπλωσε τα πόδια του στο κάθισμα αντίκρυ του. Αποκοιμήθηκε για λίγο.
Ένας γέρος πιο δίπλα κάπνιζε με μανία. Έσβηνε το ένα τσιγάρο και στο χέρι του είχε ήδη ανάψει το επόμενο. Ο Αλέξης ξύπνησε. Τα παράθυρα ήταν κλειστά και το βαγόνι είχε βρωμήσει από τα στούκας του μπάρμπα. Στιγμιαία ενοχλήθηκε που τον ξύπνησε η μυρωδιά του καπνού. Αλλά πια είχε ήδη φτάσει στο Θησείο και σε λίγο έπρεπε ούτως ή άλλως να αποβιβαστεί. "Μας φλόμωσες." του είπε περιπαιχτικά. Σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο να αεριστεί ο χώρος.
Όρθιος όπως ήταν, το βλέμμα του έπεσε σε κάτι σουρεαλιστικά αποτρόπαιο: ένας καλοντυμένος άνδρας με σμόκιν, έσερνε μια κοπέλα με μακρύ φουστάνι κοντά στις ράγες.
Την εικόνα αυτή έκοψε το βαγόνι της Κηφισιάς, που πέρασε με ταχύτητα. Το σκηνικό από ταινία είχε εξαφανιστεί. Μάλιστα τόσο γρήγορα, που ο κύριος εισαγγελέας άρχισε να αναρωτιέται αν όλο αυτό που παρακολούθησε ήταν αποκύημα της νυσταγμένης του φαντασίας.
***
Ο συνάδελφος του Αλέξη τον περίμενε στο γραφείο του για τον πρωινό τους καφέ. Έφτασε με καθυστέρηση, αξύριστος και κάπως ατημέλητος.
-Καλημέρα Χριστόφορε.
-Καλημέρα. Τι έγινε, βαρύ το πάπλωμα;
-Περίπου.
Ο Αλέξης έβγαλε την καπαρντίνα του. Ήταν νευρικός.
-Άργησα να πέσω για ύπνο, και τελικά, δηλαδή.. δεν κοιμήθηκα. Κατά τις επτά με πήρε λίγο ο ύπνος αλλά στις επτά και τέταρτο χτύπησε το ξυπνητήρι.
-Φαίνεσαι περίεργος. Είσαι καλά;
-Όχι. Καθόλου καλά Χριστόφορε.
-Τι έγινε;
-Χθες, με καθυστέρησε μια υπόθεση του Δημητρόπουλου στον Πειραιά. Έντεκα η ώρα να φανταστείς και εγώ ακόμα δεν είχα γυρίσει σπίτι μου.
-Καλά, γιατί το τραβήξατε τόσο;
-Το τραβήξαμε γιατί... Τέλος πάντων. Δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Ο Αλέξης ανεβοκατέβαινε στον χώρο του γραφείου.
-Ωραία, μίλα τότε σχετικά με το θέμα μας...
-Παίρνω ωραία και καλά τον ηλεκτρικό να γυρίσω σπίτι. Αποκοιμιέμαι και λίγο στον δρόμο. Μετά ξυπνάω στο Θησείο και ανοίγω το παράθυρο. Και βλέπω έναν άντρα να τραβά μια αναίσθητη κοπέλα από το αυτοκίνητό του και να την παρατάει κοντά στον σταθμό.
-Τι λες ρε; Είσαι σίγουρος;
-Αυτό είναι το θέμα. Δεν είμαι σίγουρος. Τις τελευταίες δύο μέρες έχω κοιμηθεί τέσσερις ώρες όλες κι όλες. Μπορεί επειδή ήταν σκοτάδι να παρεξήγησα τι είδα. Ή μπορεί η αϋπνία να μου χάρισε παραισθήσεις, τι να σου πω...
Ο Αντωνάκης, έφερνε τους καφέδες καμαρωτός και χαμογελαστός. Ο Αλέξης μόνιμα αναρωτιόταν πού έβρισκε τόση χαρά πρωινιάτικα.
-Καλημέρα κύριε Γραμματικέ, καλημέρα κύριε Ανδρεάδη!
-Γεια σου Αντωνάκη. Ο σκέτος στον Αλέξη.
-Μην ανησυχείτε κύριε Χριστόφορε και δεν τα μπερδεύω! Σας έχω μάθει!
Το γκαρσόνι άφησε τους καφέδες και έκανε να φύγει. Ο Ανδρεάδης άφησε ένα δίδραχμο στο μπρούτζινο δίσκο. Εκεί το παιδί είχε ακουμπισμένο και ένα τρανζίστορ, που μέχρι το τέλος της βάρδιας πασαλειφόταν με καφέ και πορτοκαλάδα. Ακουγόταν το πρωινό δελτίο. "Πτώμα νεαρής γυναικός αγνώστων στοιχείων εντοπίσθην πλησίον του ηλεκτρικού σιδηροδρομικού σταθμού εις το Θησείον."
-Για στάσου μια στιγμή!
Ο Αντώνης κοντοστάθηκε στην πόρτα του γραφείου. Το ραδιοφωνάκι συνέχισε να παίζει "Αι συνθήκαι θανάτου δεν έχουν γίνει γνωσταί."
"Τουλάχιστον δεν έχω οράματα." μουρμούρισε ο Αλέξης.
***
YOU ARE READING
Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν | Αστυνομική μελισσιώτικη βιβλιοθήκη
FanfictionΟ Αλέξης Γραμματικός επιστρέφοντας κουρασμένος από την Εισαγγελία Πειραιά με το τελευταίο τρένο, βλέπει έναν κύριο με σμόκιν να σέρνει από το αμάξι του μια γυναίκα, κοντά στις ράγες. Η σκηνή αυτή κόβεται γρήγορα και ο κύριος εισαγγελέας αναρωτιέται...