«Ρόζα Β'»

33 1 0
                                    

***

-Τελείωσε το ρωμαϊκό όργιο;

Η φωνή συνέχισε,

-Κύριε Αλέξη, σε 'σένα μιλάω.

Γύρισε το κεφάλι του. Η Ρόζα τον πλησίασε.

-Ότι έφευγα.

-Τι σύμπτωση, και εγώ.

Τον φίλησε. Το κραγιόν της του άφηνε κόκκινες γυαλάδες.

-Καλύτερα να μην με αφήσεις μόνη μου, τι λες;

Έβαλε τα δάχτυλα της να τον καθαρίσει. Ο Αλέξης της έγνεψε και συνέχισε να την φιλάει. Τον διέκοψε.

-Που είναι το σπίτι σου;

-Βικτώ... Βίκτωρος Ουγκώ, στον Πειραιά.

-Μακριά. Στο δικό μου θα πάμε.

***

Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ήταν γυμνή αλλά δεν κρύωνε. Η κεντρική θέρμανση ήταν αναμμένη. Πήγε στο μπάνιο και πήρε το κουτάκι της. Ένα θα έπαιρνε μόνο.

-Ασπιρίνη. Θες;

-Μπα.

Έκατσε πάνω του, μπρούμυτα. Το σαγόνι της ακούμπαγε στο στήθος του. Χαζογέλαγε για λίγο, σαν να μην μπορούσε να συγκεντρωθεί.

-Τι είναι;

-Τι καλό παιδί που είσαι Αλέξη.

Του χάιδευε το πρόσωπο. Εκείνος έπιασε από το κομοδίνο το ποτήρι με το ουίσκι.

Το σκεφτόταν εδώ και ώρα. Θα άνοιγε αυτήν τη συζήτηση ακόμα και αν δεν είχε συνέχεια με οποιαδήποτε κουβέντα τους.

-Με πονάει το θέμα της Αμάντας.

Η Ρόζα γέλασε μέσα στην θολούρα της.

-Αχ... Το είχα καταλάβει.

Κατάπιε το ποτό του.

-Ποιο πράγμα;

-Την είχες ερωτευτεί ε;

Την κοίταξε αμήχανα. Η εικασία της τον βοηθούσε να φέρει την ιστορία στα μέτρα του.

-Λιγάκι.

-Σου είχε πει για τον άλλον;

-Ποιον άλλον;

-Τον μεγάλο. Είχε ερωτευτεί.. κάποιον.. μεγάλο. Πέρα από εκεί που έφτανε να απλώσει το χέρι της.

Η Ρόζα κύλησε στην άλλη μεριά. Χάζεψε για λίγο τον ουρανό του κρεβατιού. Γύρισε στα αριστερά της και τον κοίταξε.

-Φτάνει όμως με την Αμάντα. Απόψε είσαι μαζί μου.

Του φίλησε τα δάχτυλα.

-Πιστεύεις πως την σκότωσαν;

-Όχι.

Ήταν ένα ήσυχο, πειστικό όχι, μα το ύφος της δήλωνε έκπληξη προς την ερώτηση του.

-Τότε;

Τα μάτια της πετάρισαν. Είχε γειωθεί σε μια δυσνόητη πραγματικότητα.

-Μπορούμε να σταματήσουμε αυτήν τη συζήτηση; Εκτός αν την θεωρείς ιδανικό θέμα για κουβέντα μετά το κρεβάτι.

Δεν της απάντησε. Την κοιτούσε με απόμακρο βλέμμα. Εκείνη κατάλαβε ότι το μυαλό του ταξίδευε αλλού. Ξανά έγειρε μπρούμυτα πάνω του. Ο Αλέξης ένιωθε το σώμα της παγωμένο πάνω του. Τον φίλαγε, στο λαιμό, το στήθος, στους ώμους. Ήθελε να τον νιώσει κοντά της και δεν είχε πολύ ώρα. Σε λίγα λεπτά ξημέρωνε.

***


Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν | Αστυνομική μελισσιώτικη βιβλιοθήκηTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang