«Τρεζόρ»

67 3 3
                                    


Το ήξερε καλά το Τρεζόρ. Ήταν ένα μαγαζί πλατύ και χαμηλοτάβανο, πάνω στην πλατεία στο Κολωνάκι. Το είχε ο άντρας μιας φίλης του από τα πανεπιστημιακά του χρόνια, ο Σεβαστός. Είχε βέβαια να πατήσει εκεί κάτι λιγότερο από μια δεκαετία. Οι συνευρέσεις με παλιούς γνωστούς τον έφερναν σε αμηχανία και τις απέφευγε με κάθε δυνατό τρόπο.

Ήταν απόγευμα Κυριακής όταν επισκέφθηκε ξανά το Τρεζόρ. Έκατσε σε ένα γωνιακό τραπέζι και αφού παρήγγειλε, περίμενε. Δεν είχε κάτι άλλο να κάνει.

«Έχει αλλάξει πολύ.» σκεφτόταν. Παλιά ήταν αρκετά διαφορετικό. Καταρχάς δεν είχε μουσική σκηνή στο κέντρο. Έπειτα, τα χρώματα στους τοίχους ήταν πολύ πιο παλ. «Ίσως είναι πιο κοσμικό τώρα και οι αλλαγές να ήταν απαραίτητες» συλλογιζόταν.

Την σκέψη του διέκοψε ένα άγγιγμα. Ο Αλέξης σηκώθηκε από το κάθισμά του.

-Τι έγινε Γραμματικέ, κάνεις ότι δεν μας ξέρεις;

-Ελένη μου, τι κάνεις;

Φιλήθηκαν σταυρωτά.

-Ξέρεις από πότε έχω να σε δω Γραμματικέ; Από τον γάμο μου. Το αντιλαμβάνεσαι; Δεν πέρασες μία φορά, να δεις αν ζω ή αν πέθανα, ρε αδερφέ.

Η Ελένη τον πείραζε. Συμπαθούσε πολύ τον παλαιό της συμφοιτητή. Πήρε μια καρέκλα από το διπλανό τραπέζι και στρώθηκε κοντά του.

-Είμαι απαράδεκτος, κατά μία έννοια. Γιατί δεν έχω και πολύ καιρό από όταν γύρισα από Θεσσαλονίκη.

Ο Αλέξης χαμογελούσε.

-Μη μου πεις...

-Ομιλείτε με έναν ανώτερο δικαστικό λειτουργό, με έναν εισαγγελέα, κυρία Σεβαστού.

-Αλέξη μου, συγχαρητήρια! Ήμουν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνες.

-Σε ευχαριστώ. Δεν είναι τόσο διασκεδαστικό όσο νόμιζα, αλλά τι να κάνεις... Όμως, πες μου, τα δικά σου νέα. Ο Σέργιος τι κάνει;

-Καλά, είναι ο κύριος. Όπως τον ήξερες δηλαδή, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Ακόμα 25 χρονών είναι.

Γέλασαν λίγο.

-Σε διαφορετικά νέα όμως, έχουμε ένα κοριτσάκι.

-Άντε! Πολύ χαίρομαι Ελένη.

-Αχ Αλέξη! Πρέπει να την δεις, είναι μια γλύκα το πλασματάκι μου. Τέτοιο νάζι, τέτοιο σκέρτσο...

-Την φαντάζομαι... Σε εσένα μοιάζει ή του Σέργιου;

-Η αλήθεια είναι, που δεν θα την ακούσεις από κανέναν άλλον, ότι είναι ίδια εγώ, ολόιδια όμως. Μαλλιά, σουλούπι, χαρακτήρας, ίδια! Αλλά, ε, ξέρεις τι έχω πάθει; Έρχεται ο κάθε άσχετος και λέει «α! ίδια ο πατέρας της!» επειδή έχει τα μάτια του. Με έχουν μηδενίσει από μάνα, κατάλαβες...

Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν | Αστυνομική μελισσιώτικη βιβλιοθήκηWo Geschichten leben. Entdecke jetzt