ΠΡΌΛΟΓΟΣ

94 8 3
                                    

20 χρόνια νωρίτερα

Ο ζεστός καφές ήταν η ιδανική λύση για εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα.

Ο καιρός καθημερινά γινότανε όλο και πιο βαρύς. Τα σκούρα σύννεφα μαρτυρούσαν ότι το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, αν και ήταν μόλις οι πρώτες ημέρες του Σεπτέμβρη.

Απολάμβαναν και οι τρείς τους τον ζεστό καφέ και βλέποντας παράλληλα τα δύο μικρά κορίτσια να παίζουν μπροστά από το τζάκι του σαλονιού η ζεστασιά στα σωθικά τους πολλαπλασιαζόταν.

"Πότε πέρασε ο καιρός και μικρά μου κοριτσάκια μεγάλωσαν ούτε που το κατάλαβα"

Ο τριανταπενταχρόνος άντρας κοίταξε τις κόρες του με μάτια που έλαμπαν από αγάπη και ένα χαμόγελο νοσταλγίας αλλά και παράλληλα χαράς.

"Τα χρόνια περνάνε γρήγορα γιέ μου. Μεγαλώνουν οι μικρές, μεγαλώνουμε και εμείς και δεν το καταλαβαίνουμε"

Η ηλικιωμένη γυναίκα στο τέλος της πρότασης της ξεκίνησε να βήχει. Κάλυψε το στόμα με τον αγκώνα της για να προστατεύσεις - έτσι και με αυτό το τρόπο - όσο μπορεί τους υπόλοιπους που βρίσκονταν γύρω της.

Ο γιός της, που καθόταν απέναντι της στο μεγάλο καναπέ, κοίταξε με ανησυχία την γυναίκα του, που καθόταν στην αγκαλιά του. Την ανησυχία αυτή την βρήκε όμως και στα μάτια της συζύγου του.

"Μην κοιτάζεστε έτσι μεταξύ σας. Ξέρουμε καλά και οι τρείς ότι δεν μου έχει απομείνει πολύς καιρός."

"Μητέρα μην λέτε τέτοια λόγια. Είστε μια χαρά. Δεν θα πάθετε τίποτα. Ένα απλό κρυολόγημα έχετε"

Η νύφης της προσπάθησε να την μεταπείσει. Όμως η πεθερά της ήξερε τον λόγο που το κάνει, δεν ήθελε να μιλάνε για τέτοια ζητήματα μπροστά στις μικρές. Έτσι δεν προσπάθησε να φέρει αντίρρηση παρά μόνο να συμφωνήσει.

"Έχεις δίκιο Άννα μου. Είναι απλώς ένα κρυολόγημα."

Νύφη και πεθερά κοιταχτηκαν στα μάτια. Έβλεπε τον πόνο στα μάτια της.

Μπορεί να μην ήταν βιολογική της κόρη, αλλά ήταν η γυναίκα που είχε ερωτευτεί ο μοναχογιός της, η γυναίκα που γέννησε τις εγγονές της. Για την Carla, η όμορφη νεαρή Ελληνίδα ήταν σάν κόρη και την αγαπούσε πολυ.

Δεν ήθελε να την βλέπει έτσι, με πόνο στα μάτια. Ο θάνατος ήταν απόλυτα λογικό ότι κάποτε θα της χτυπούσε την πόρτα. Αυτή η ώρα είχε φτάσει. Όλο και πλησίαζε. Γι'αυτό προσπαθούσε να χαρίσει όσο τον δυνατόν περισσότερη αγάπη και χαμόγελα μπορούσε στην οικογένεια της.

Χαμογέλασε στην νύφη της δίνοντας της έτσι δύναμη.

Η Άννα με την σειρά της ανταπέδωσε στο χαμόγελο και με το βλέμμα της υποσχέθηκε στην Carla, την οποία ένιωθε και ως βιολογική της μητέρα, ότι θα πρόσεχε και θα στεκόταν δίπλα στον γιό και τις εγγονές της - μια πράξη μάλιστα που είχε αποδείξει εδώ και πολύ καιρό ότι μπορεί να την πραγματοποιήσει.

"Γιαγιά! Γιαγιά! Κοίτα την ζωγραφιά που έκανα"

Η πρωτότοκη κόρη του γιού της έτρεξε στην αγκαλιά της.

Είχε πάρει την ομορφιά της. Ξανθιά και με γαλάζια μάτια. Από μωρό είχε μια λάμψη στα μάτια της, η οποία όσο μεγαλώσανε μετατρεπόταν σε καλοσύνη και ευγένεια.
Όσες φορές και να κοιτάγε την εγγονής της άλλες όσες ήταν οι φορές που θυμόταν τον εαυτό της στα νιάτα της.

"Ειναι ένα ανθοπωλείο"

Το λευκό φύλλο είχε πλέον γέμιση με χρώματα. Η επτάχρονη Carla, που είχε πάρει το όνομα από την γιαγιά της, είχε τρομερό ταλέντο στη ζωγραφική. Αν και μόλις επτά χρόνων τα σχέδια που δημιουργούσε θα έλεγε κανείς ότι ήταν ενός επαγγελματία εικαστικού.

"Είναι πολύ όμορφο, αγάπη μου. Μπράβο σου"

Η γιαγιά έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά της εγγονής της.

"Είναι το μαγαζί που έχεις κάτω από σπίτι. Όταν μεγαλώσω θέλω να το έχω εγώ και να ανοίξω ένα ανθοπωλείο, το οποίο θα είναι γεμάτο από όμορφα λουλούδια και φυτά"

Τα γαλάζια μάτια της μικρής έλαμπαν από λαχτάρα και ενθουσιασμό. Στην σκέψη μιας δικιάς της επιχείρησης, και πόσο μάλλον ενός ανθοπωλείου, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.

"Αγάπη μου, όσο περνάει από το χέρι μου σου υπόσχομαι ότι θα σε βοηθήσω να πραγματοποιήσεις το όνειρο σου και να ανοίξεις ένα ανθοπωλείο στο μαγαζί που ονειρεύεσαι"

"Αλήθεια γιαγιά?"

Η μικρή την κοίταξε με ενθουσιασμό και αγάπη. Ήταν δύσκολο να αντισταθεί κανείς σε αυτά τα μάτια.

"Αλήθεια αγάπη μου. Αλήθεια"

Η μικρή την αγκάλιασε σφιχτά και της ψιθύρισε πόσο πολύ την αγαπά στο αφτί.

Η καρδιά και η ψυχή της ηλικιωμένης είχε πλέον γεμίσει από άφθονη αγάπη. Έβλεπε την οικογένεια της ευτυχισμένη και πλέον ήταν έτοιμη για το παντοτινό αιώνιο ταξίδι που την περίμενε.

Από Εκεί Που Δεν Το ΠεριμένειςWhere stories live. Discover now