Πρόλογος.

483 22 6
                                    

6 μήνες πριν...

«Κυρία, όλα είναι έτοιμα, η ποιότητα πολύ καλή, όπως συμφωνήσατε».

«Ωραία. Ξεκινήστε το ζύγισμα, δεν εμπιστεύομαι ούτε τον κώλο μου...» είπε κι ένα σαρδόνιο χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της, μόλις αντίκρισε τη φάτσα του άντρα που της πάσαρε το φορτίο με την κοκαΐνη.

Κρυμμένη στις σκιές, όπως πάντα, η Ρεβέκκα Δρακοπούλου ή όπως είχε συνηθίσει ν' ακούει στον κόσμο της νύχτας· Εκάτη, μιας που όποιος έβλεπε το πρόσωπό της την επόμενη στιγμή βρισκόταν νεκρός, παρατηρούσε τις δοσοληψίες από λίγο πιο μακριά. Ήθελε να ζει φυσιολογικά γι' αυτό κρατούσε την ταυτότητά της μυστική. Ήθελε να βγαίνει με τις φίλες της, να διασκεδάζει. Να ζει. Άλλωστε, είχε να διοικήσει και μια εταιρεία-κορυφή στις επενδύσεις και το να μαθευτεί πως κυβερνά ένα κομμάτι της νυχτερινής, υπόγειας, Αθήνας, μόνο κακό θα έκανε στη φήμη του ομίλου. Ήξερε τι ήθελε και πότε. Ήθελε τα πάντα και τα διεκδικούσε. Είχε βάλει στόχο να κατακτήσει τη νύχτα και θα το κατάφερνε, όποιο κι αν ήταν το κόστος. Ήταν αποφασισμένη να κάνει τους διώκτες της να μιλούν γι' αυτή, επειδή το αξίζει και όχι επειδή είχε βασιστεί στο όνομα του πατέρα της.

Ξαφνικά, αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού φάνηκαν να πλησιάζουν με γοργό ρυθμό κοντά τους.

«Σκατά» ψέλλισε, ενώ η πομπή σταματούσε μπροστά στην είσοδο της αποθήκης.

Οι έξι σωματώδεις άντρες της ασφάλειάς της, την κύκλωσαν, δημιουργώντας έναν απροσπέλαστο κλοιό.

«Μείνετε κάτω» διέταξε κοφτά και συνέχισε.

«Θέλω να δω τι στα σκατά έχει ετοιμάσει ο μαλάκας...».

Παρατηρούσε τους μαυροφορεμένους άντρες να κατεβαίνουν από τα τζιπ και τον έμπορο ο οποίος, κοιτούσε δεξιά κι αριστερά γεμάτος αγωνία. Με τα χέρια του να τρέμουν και την αναπνοή να έχει κοπεί, ξεκίνησε να δειγματίζει το φορτίο και σ' εκείνους, μόλις το αφεντικό τους πάτησε έξω από το αυτοκίνητο.

«Το 'ξερα πως θα μας τη φέρει» μονολόγησε με οργή.

«Εκάτη, τι κάνουμε;» ρώτησε ο έμπιστός της.

«Περιμένουμε κι έπειτα καθαρίζουμε τον τόπο. Το φορτίο μου ανήκει» δήλωσε και παρέμεινε ανέκφραστη.

[.....]

«Καλωσόρισες...» είπε σε σπαστά ελληνικά, ο έμπορος.

Σκιές στο ΣκοτάδιWhere stories live. Discover now