1. [Αλέξανδρος]

43 2 0
                                    


Ο μικρός λεκές από μελάνι στον τοίχο είχε ένα ακαθόριστο σχήμα - έμοιαζε με καρδιά, ή ίσως με πεταλούδα, με το ένα της φτερό κάπως λειψό... Ούτε ήξερε πόση ώρα είχε περάσει με το βλέμμα του καθηλωμένο πάνω σ'αυτή την ατέλεια, με το κεφάλι του αδειανό από σκέψεις. Ένα συνθηματικό κορνάρισμα έξω απ'το παράθυρό του τον έβγαλε από αυτή τη σχεδόν ληθαργική κατάσταση και τον έκανε να πεταχτεί όρθιος. Τράβηξε απαλά την κουρτίνα και παρατήρησε το νεαρό που διέσχιζε το δρόμο για να μπει στο αμάξι του φίλου του. «Τι κορνάρεις ρε μαλάκα θα σηκώσεις τη γειτονιά» τον άκουσε να φωνάζει πειρακτικά πριν κλείσει την πόρτα. Ακόμα κι όταν το αυτοκίνητο χάθηκε απ'το οπτικό του πεδίο, ο θόρυβός του παρέμενε. Τον αφουγκράστηκε για λίγο, ακολουθώντας νοερά τα δυο παιδιά στην ανέμελη απογευματινή τους βόλτα, κι ύστερα έστρεψε ξανά την προσοχή του στο εσωτερικό του δωματίου.

Το είχαν καθαρίσει όσο έλειπε και είχαν αλλάξει τα σεντόνια. Η φρεσκάδα τους αντιπάλευε τη μυρωδιά από παλιά έπιπλα, ανάμεικτη με ποτισμένη στους τοίχους τσιγαρίλα, που βάραινε τον αέρα. Η βαλίτσα του τακτοποιημένη σε μιαν άκρη - μάλλον δε θα τη χρειαζόταν σύντομα, αφού δεν είχε καν αρχίσει να ψάχνει για σπίτι, παρόλο που είχε ήδη περάσει μια βδομάδα. Τα ρούχα του όλα είχαν βρει τη θέση τους στη ντουλάπα, με μια τάξη απόλυτη και αυστηρή, όπως του άρεσε. Είχε δανειστεί ένα σίδερο απ'τη ρεσεψιόν κι έτσι είχε καταφέρει να τους διορθώσει τα τσαλακώματα που είχαν αποκτήσει στο ταξίδι. Όλο το απόγευμα της πρώτης του μέρας το είχε περάσει σιδερώνοντας, με μια προσήλωση σχεδόν εμμονική. Το ήξερε ότι ήταν αστείο - σίγουρα εκείνος θα τον πείραζε αν έβλεπε...- όχι. Το ήξερε ότι ήταν αστείο, αλλά του δημιουργούσε μια αίσθηση ασφάλειας αυτή η επιμονή στη λεπτομέρεια.

Έφερε μια γύρα το δωμάτιο ψάχνοντας κάτι που να χρειάζεται φτιάξιμο. Τα συρτάρια, η πολυθρόνα, το παλιό πορτατίφ... δεν μπορεί, κάτι θα υπήρχε να καταπιαστεί κι απόψε. Δεν ήθελε να βγει έξω. Δεν είχε ούτε την όρεξη ούτε την ενέργεια να εξερευνήσει ακόμα την καινούρια πόλη. Ήθελε την ησυχία του. Γι'αυτή την ησυχία ήταν άλλωστε που πήρε των ομματιών του και βρέθηκε εκεί... πάλι ξένος ανάμεσα στους ξένους.

Στο σαλονάκι υπήρχε μια βιβλιοθήκη απ' όπου μπορούσαν να δανειστούν οι ένοικοι. Κατέβηκε τις σκάλες, χαιρέτησε ντροπαλά τη γυναίκα στη ρεσεψιόν κι άρχισε να ψαχουλεύει τα περιεχόμενα των ραφιών. Τα περισσότερα ήταν βιβλία που είχε διαβάσει στο σχολείο, τα μόνα μη γνώριμα έμοιαζαν με ρομάντζα... Όχι, δεν ήθελε τέτοια. Ξεχώρισε ανάμεσά τους το «Φύλακα στη Σίκαλη» και θυμήθηκε να το διαβάζει πριν χρόνια, πάλι σε μια φρέσκια μετάθεση. Θυμήθηκε να ξαφνιάζεται απ'τον τρόπο που κυλούσε η ιστορία, με μια διαρκή αίσθηση κινδύνου που όμως δεν οδηγούσε σε τίποτα καταστροφικό ή συνταρακτικό. Το μόνο που έμενε στο τέλος ήταν η βαθιά μοναξιά του ήρωα. Μ'αυτό θα περνούσε η νύχτα.

Φόρεσε τις πιτζάμες του και ξάπλωσε αγκαλιά με το βιβλίο. Μετά απ'τις πρώτες πέντε-δέκα σελίδες, όμως, τα γράμματα άρχισαν να χορεύουν στο χαρτί κι η ανάσα του άρχισε να γίνεται ακανόνιστη. Όλη του η προσπάθεια να κρατήσει το μυαλό του μακριά από τη χτεσινή ημέρα άρχισε να καταρρέει. Ένιωθε το τείχος που έχτιζε μεθοδικά όλες αυτές τις ώρες να γκρεμίζεται. Άρχισε να τον κυριεύει μια αίσθηση πανικού. Ο αέρας στο δωμάτιο όλο και λιγόστευε. Πετάχτηκε στο παράθυρο και το άνοιξε σχεδόν κρεμώντας το σώμα του απ'έξω.

ατύχημα, είπαν

ο Χρήστος κι ο Στρατής νεκροί

στο ίδιο σημείο - στον ίδιο γκρεμό

η Μαρίνα ακόμα άφαντη

η κηδεία έγινε χτες

τα κορίτσια -

δε σ' ειδοποίησε κανείς - μόνο ο Στέλιος σε σκέφτηκε

πώς γίνεται, στο ίδιο σημείο;

ο Χρήστος νεκρός

και μαζί του ο Στρατής - πώς βρέθηκαν μαζί;

τον πρόλαβε η Εύη, ίσα να τον αποχαιρετήσει

πότε του μίλησες τελευταία φορά;

πότε ήταν;

η Φωτεινή έκλαιγε στο τηλέφωνο

απαρηγόρητη

κι ο Στρατής

έτσι ξαφνικά - χωρίς προειδοποίηση

έτσι ξαφνικά - δυο άνθρωποι

η Μαρίνα;

δεν ειδοποιεί ο θάνατος

απλά έρχεται - όπως τότε - όπως η μάνα κι ο πατέρας - όπως η Μαρίνα - όχι αυτή είναι ζωντανή - ποιος έχει σειρά;

τόσα χιλιόμετρα μακριά

Άφησε τον αέρα να τον χτυπήσει στο πρόσωπο. Με τα μάτια κλειστά και τα χέρια του σφιγμένα σε μπουνιές πάσχιζε να ξαναβρεί το ρυθμό της αναπνοής του. Πέρασε ώρα μέχρι να μπορέσει να γυρίσει στο κρεβάτι. Αγκάλιασε το μαξιλάρι του εξουθενωμένος. Ίσως ο ύπνος να ερχόταν αν μετρούσε ανάποδα απ'το χίλια... εννιακόσια ενενήντα εννιά, εννιακόσια ενενήντα οκτώ...

ΚαταφύγιοWhere stories live. Discover now