4. [Ντίνος]

52 1 0
                                    


Είχε διαβάσει ολόκληρη την εφημερίδα ίσα με πέντε φορές. Κόντευε να μάθει ως και τα τηλέφωνα στις αγγελίες. Δεν είχε όμως σκοπό ν'αλλάξει το καμουφλάζ του. Για σήμερα ήταν ο «σοβαρός κύριος που διαβάζει την εφημερίδα του στο πάρκο». Υπεράνω υποψίας. Κανείς εκεί δε στεκόταν πάνω από μισή ώρα, οπότε δε θα πρόσεχαν πως παρέμενε καρφωμένος στην ίδια θέση απ' το μεσημέρι μέχρι τώρα που κόντευε σούρουπο.

«Μέχρι να νυχτώσει» είχε γράψει στο σημείωμά του. Όχι σα διορία, τουλάχιστον ήλπιζε να μη φανεί έτσι, αλλά ως το διάστημα που χρειαζόταν για να πάρει μιαν απάντηση. Ένα «προτιμώ την απόσταση» ή ένα «σ' έχω κι εγώ ανάγκη».

Ο ήλιος είχε πια χαμηλώσει στον ορίζοντα αλλά δεν έχανε την ελπίδα του. Σήμερα είχε ξυπνήσει με μια περίεργη ηρεμία. Ένιωθε πως τη μοίρα του την είχε στα χέρια του κι αυτό μετρούσε. Μετρούσε που δεν παραιτήθηκε, που έκανε όλα αυτά τα χιλιόμετρα για να βρεθεί κοντά στον άνθρωπο που αγαπά και θα τα ξανάκανε όσες φορές κι αν χρειαζόταν. Απ' την άλλη βέβαια το τσίμπημα στην καρδιά και το τέντωμα κάθε μυ στο σώμα του κάθε φορά που έμπαινε στο οπτικό του πεδίο κάποια φιγούρα που θα μπορούσε να 'ναι εκείνος, μαρτυρούσε πόσο απελπισμένα ευχόταν να φανεί.

Να το πάλι. Το τσίμπημα, η ταραχή... κι αυτή τη φορά η φιγούρα όλο και πλησίαζε, όλο και αποκτούσε τα χαρακτηριστικά εκείνου. Η καρδιά του κόντεψε να σπάσει. Ήταν εκείνος, ήταν εκεί.

«Ντίνο»

Μόνο και μόνο για να ξανακούσει τ'όνομά του απ'τα χείλη του άξιζε το ταξίδι. Πετάχτηκε απ'τη θέση του σ'ένα κάπως αδέξιο πλησίασμα που δεν ολοκληρώθηκε. Έκατσαν τελικά δίπλα δίπλα στο παγκάκι, σε «ασφαλή» απόσταση.

«Το ξέρω ότι συμφωνήσαμε άλλα... και στο γράμμα που σου 'φερα άλλα έλεγα... όμως δεν άντεχα να σε σκέφτομαι μόνο σου, ειδικά με όσα...»

«Καλά έκανες» η φωνή του Αλέξανδρου έτρεμε, έβγαινε με το ζόρι.

Θα έδινε τα πάντα να μπορούσε να τον πάρει στην αγκαλιά του εδώ και τώρα στη μέση του πάρκου. Να τον κρατήσει μέσα της μέχρι να γαληνέψει.

«Έμαθες τι συνέβη με το Χρήστο και το Στρατή;»

Έγνεψε καταφατικά. «Μου τηλεφώνησε ο Στέλιος μετά την κηδεία, μίλησα ύστερα και με τη Φωτεινή...»

«Πώς είσαι;»

«Δεν ξέρω. Μουδιασμένος... μπερδεμένος... Εσύ;» ο Αλέξανδρος τον κοίταξε πρώτη φορά στα μάτια, αχ όχι αυτό το βλέμμα πανάθεμα, πώς θα κρατηθεί;

«Εγώ... ένιωσα να με χτυπάει ηλεκτρικό ρεύμα. Το βράδυ μετά την κηδεία, παίξαμε στο Όνειρο. Ήρθαν όλοι. Ήταν η πιο περίεργη νύχτα της ζωής μου... Σα να 'ταν εκεί ακόμα κι όσοι έλειπαν. Κι οι ζωντανοί κι οι πεθαμένοι... Σα να κανα κι εγώ τον απολογισμό μου...»

«Και; Τι κατάλαβες;»

«Κατάλαβα ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη σπαταλάμε μακριά απ' τους ανθρώπους που αγαπάμε...» δάγκωσε τα χείλη για να πνίξει ένα λυγμό και πρόσεξε πως κι εκείνος το ίδιο έκανε.

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω τους. Δεν τους έβλεπε κανείς. Αναζήτησε το χέρι του Αλέξανδρου, αγγίζοντάς το απαλά με το δικό του. Ίσα ένα άγγιγμα, ίσα μια στιγμούλα, όσο διαρκούσε η σιγουριά ότι είναι ασφαλείς από αδιάκριτα μάτια.

«Δεν έχει αλλάξει κάτι Ντίνο» είπε τελικά ο Αλέξανδρος, σχεδόν ψιθυριστά.

«Όχι;» 

Μαινόταν μέσα του μια άγρια μάχη ανάμεσα στο κομμάτι του που ήθελε να παλέψει με όλες του τις δυνάμεις για κείνον, γι' αυτό που έχουν, κι εκείνο το κομμάτι του που φοβόταν μην τον πιέσει παραπάνω απ'όσο αντέχει, μην τον διώξει οριστικά με την επιμονή του.

«Δεν... ξέρω» απάντησε ξανά εκείνος, με ύφος παραπονεμένου παιδιού.

«Εντάξει. Εγώ δε θα φύγω ακόμα. Κάπου εδώ θα είμαι, στο ξενοδοχείο Όλυμπος μένω για την ώρα, όλο και κάποιο μαγαζί της περιοχής θα με θέλει... Θα είμαι εδώ και θα ξέρεις πως ό,τι αποφασίσεις, όποτε – όποτε με χρειαστείς δε θα 'χεις να διασχίσεις ολόκληρη τη χώρα για να με βρεις. Μόνο ένα τσιγάρο δρόμο. Κάτω απ'τον ίδιο ουρανό θα 'μαστε». Χαμογέλασε για να του δώσει κουράγιο κι ας πονούσε όλο του το μέσα. Δίπλωσε την εφημερίδα του και σηκώθηκε να φύγει. «Καληνύχτα καρδιά μου».

Ένιωθε τα βήματά του βαριά σα μολύβι, ούτε ήξερε πώς θα τα κατάφερνε να φτάσει μέχρι την άλλη άκρη του πάρκου.


ΚαταφύγιοWo Geschichten leben. Entdecke jetzt