5. [Αλέξανδρος]

52 2 0
                                    


Το χαρτί έγραφε μόνο «Πανσέληνος, 4ο χλμ ε.ο. Ξάνθης-Κομοτηνής». Του το 'χε μόλις δώσει ένα συμπαθητικό γεροντάκι στο ξενοδοχείο «Όλυμπος», που του πήρε κάμποση ώρα να θυμηθεί ότι ο ένοικος του δωματίου 203 είχε αφήσει φεύγοντας ένα σημείωμα σε περίπτωση που κάποιος τον αναζητήσει.

Είχε περάσει μια βδομάδα απ'τη συνάντησή τους στο πάρκο. Μια βδομάδα με ελάχιστο ύπνο και πολύ νυχτερινό βηματισμό πάνω-κάτω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Μια βδομάδα απ' το βράδυ που ξέσπασε στο μαξιλάρι του ένα κύμα από δάκρυα, αγανάκτηση, απελπισία.

Η επίσκεψη του Ντίνου τον είχε συνταράξει. Φεύγοντας απ'το Αγρίνιο είχε φανταστεί πως τον άφηνε καρφωμένο εκεί, στο δικό του το σπίτι το πατρικό, όπως αφήνει κανείς πίσω του τις παιδικές του αναμνήσεις. Είχε πλάσει αυτή την απίθανη εικόνα με το μυαλό του, όπου πολλά χρόνια μετά, εκεί στα γεράματα, θα επέστρεφε σ'εκείνο το σπίτι και θα τον έβρισκε εκεί ακριβώς που τον άφησε, έτσι όπως τον άφησε – χωρίς να τον έχει αγγίξει η φθορά. Και τότε, σε μιαν άλλη ζωή, μια διαφορετική κοινωνία, θα του κρατούσε το χέρι και θα έβγαιναν μαζί στο δρόμο χωρίς να τους νοιάζει τίποτα. Μπορεί να ταν μια ονειροπόληση, χωρίς πραγματική βάση, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος που είχε για να ηρεμεί τον πόνο του αποχωρισμού εκείνες τις πρώτες του μέρες στη νέα πόλη, στη νέα συνθήκη της ζωής του.

Και ξαφνικά, είχε ξαναβρεθεί μπροστά του εκείνος, με σάρκα και οστά, σα να μη μεσολάβησαν ποτέ όλοι αυτοί οι δρόμοι, όλες αυτές οι πόλεις ανάμεσά τους, για να ταράξει πάλι την κανονικότητα πάνω στην οποία πάσχιζε να χτίσει τη ζωή του. Να τον κάνει να χάσει τη γη κάτω απ'τα πόδια του. Ξανά. Κι όσο η παρουσία του τον τρόμαζε και του αφαιρούσε κάθε ικανότητα ψύχραιμης σκέψης, άλλο τόσο την ένιωθε να ζεσταίνει τον κόσμο του σαν τον ήλιο που βγαίνει πρώτη φορά μετά από βαρύ χειμώνα. Ακόμα κι αφού χωρίστηκαν, αφού τον άφησε να του φύγει εκείνο το απόγευμα στο πάρκο – ένας θεός ξέρει πώς άντεξε και δεν έτρεξε να τον κρατήσει – και όλες τις μέρες που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα, εξακολουθούσε να νιώθει αυτή τη ζεστασιά του. Μόνο και μόνο η γνώση ότι βρίσκονταν στην ίδια πόλη έπεφτε στην ψυχή του σα βάλσαμο.

«Ένα νυχτερινό κέντρο Πανσέληνος, στην εθνική οδό προς Ξάνθη, το ξέρετε;» ρώτησε τον ταξιτζή που περίμενε στην πιάτσα.

«Αμέ, πώς δεν το ξέρω! Εκεί θες να πας;»

«Ναι, πόσο πάει η ταρίφα;»

ΚαταφύγιοTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon