Ήταν ένας όμορφος Αύγουστος, του 2017. Ήταν ο πρώτος μήνας μακριά από το παλιό μου σπίτι. Ήμουν 13 όταν είχα μετακομίσει μαζί με τους γονείς μου ,σε ένα μικρό σπιτι, αρκετά μακριά από το κέντρο.
Τις τελευταίες εβδομάδες, δεν μας είχε μιλήσει κανένας. Ώσπου ένα ζεστό πρωί, μια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα εμφανίστηκε στην πόρτα μας. Από όταν την είδα, ήξερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτήν. Τα μάτια της ήταν πρησμένα κι κάτω από την μεσαίου μήκους φούστα της , υπήρχαν γρατσουνιές. Σαν να είχε σκιστεί το δέρμα της. Η μητέρα μου πλησίασε την πόρτα,για να δει τι χρειαζόταν οποίος ήταν απέξω.
"Τι κάνετε εδώ."
Υπέροχα, ούτε μια καλημέρα.
- "Είμαστε καινούριοι στην γειτονιά... εσείς ποια είστε;"
Χαμογέλασε πλατιά κι απάντησε σχεδόν αμέσως
"Και δεν μου το λέτε τόση ώρα;.."
- "Μα μόλις με ρωτήσατε... Πώς θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε;"
"Καλώς ήρθατε! Με λένε Ελένη. Μένω στο τέλος του δρόμου. Ελάτε ελάτε!!!! Έχω φτιάξει το πιο γλυκό κρασί που έχετε πιει ποτέ!"
Ήταν εντυπωσιακό. Πίστευα για μια στιγμή πως θα μας απειλούσε ή θα έκανε κάποιο κακό σχόλιο για το πώς ήταν διακοσμημένο το σπίτι μας.
"Εντάξει εντάξει... στις 12 είναι καλά;"
" Βέβαια!!! Θα σας δω εκεί".
Η ώρα όμως πέρασε. Και πήγε 12 σχεδόν αμέσως.Ετοίμασε η μητέρα μου ένα μπουκέτο φρεσκοκομμένα άσπρα λουλούδια από τον μικρό κήπο της και βγήκαμε από το σπίτι για να κατευθυνθούμε εκεί.
Κατεβήκαμε στο τέλος του δρόμου. Εντοπίσαμε την Ελένη να μας χαιρετά. Το σπίτι της φαινόταν σαν να μην πάτησε ποτέ άνθρωπος εκεί. Το σπίτι φιλοξενούσε πολύ ψηλά φυτά και χόρτα. Ήταν καλυμμένο στο πράσινο. Η μαύρη σιδερένια πόρτα έκανε τόσο θόρυβο οπού πραγματικά , θα ξυπνούσε μέχρι κάποιον νεκρό. Το σπίτι ήταν βαμμένο άσπρο. Και δεν είχε παράθυρα. Είχε μόνο μια μικρή πόρτα , όπου στεκόταν η Ελένη μπροστά.
"Από εδώ!!! Περάστε!!"
Είπε και περάσαμε μέσα.
Αφήσαμε τα λουλούδια και καθίσαμε στο σκονισμένο σαλόνι της. Ο πατέρας μου κάθισε στην πολυθρόνα και εγώ με την μητέρα μου καθίσαμε στον δερμάτινο καναπέ.Έβγαλε 3 ποτήρια για εμάς, για να δοκιμάσουμε το κρασί όπου είχε φτιάξει. Οι γονείς μου δεν είπαν όχι σε λίγο κρασί, αφού όλα ήταν πολύ πιεσμένα μετα την μετακόμιση. Έβαλε και σε εμένα, αλλά δεν ήθελα ούτε να το βλέπω. Μύριζε περίεργα.
Έκατσε μαζί μας..
Η μητέρα μου , ζήτησε μετά από λίγο να δει όλο το σπίτι.
Η Ελένη θύμωσε πολύ με αυτό
"Ε!? Τι είπες? Αποκλείεται!"
Ήταν σαν να μην θέλει να περάσουμε μέσα.
Η μητέρα μου από ντροπή έκατσε στην καρέκλα της κι ζήτησε συγνώμη. Δεν έβγαλε μιλιά μετά από αυτό.
Όμως τι έκρυβε; Ήθελα πολύ να μάθω. Τι θα μπορούσε να έχει στο σπίτι της;
Ζήτησα αμέσως να πάω στο μπάνιο, σαν δικαιολογία όμως για να εξερευνήσω το σπίτι.
Τότε ήταν που η Ελένη τρελάθηκε.
Σηκώθηκε γρήγορα από το σαλόνι και έτρεξε μέσα φωνάζοντας "αφήστε με!!"Κοιτούσα τι είχε συμβεί στην Ελένη και γιατί αντέδρασε έτσι.
Χαζευα το σκοτάδι στην πόρτα όπου είχε μπει η Ελένη μέσα.
Όμως δεν κοίταξα τι συνέβη γύρω μου.
Γύρισα πίσω μου. Οι γονείς μου φαινόταν να είχαν λιποθυμήσει. Κάτι πρέπει να είχε το κρασί. Πήγα κοντά στον πατέρα μου. Όμως τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από φόβο όταν είδα 3 γυναίκες φιγούρες , χορεύοντας χέρι με χέρι σε κύκλο γύρω από την πολυθρόνα του πατέρα μου. Δεν είχαν πρόσωπο. Αλλά ούτε κάποιο άσπρο νυχτικό. Φορούσαν όλες ένα ίδιο γαλάζιο φόρεμα , με φιόγκο στη μέση και ένα μεγάλο λευκό λουλούδι στο πλάι. Ήταν όμως παλιά,γεμάτα σκόνη. Χλωμές σαν το χιόνι, με καστανά μαλλιά και μάτια κόκκινα σαν το κρασί που ήπιαν οι γονείς μου. Με καμμένα πόδια. Νομίζω πως κάτι τραγουδούσαν. Δυστυχώς όμως, δεν άκουγα τίποτα, παρά την Ελένη να επαναλαμβάνει "αφήστε με, αφήστε με! Τι θέλετε;"Γύρισα προς την μητέρα μου.
"Μαμά, τι συμβαίν.. "
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω. Όταν γύρισα στην μητέρα μου , η Ελένη βρισκόταν στον ώμο της. Έθαβε τα δόντια της στην σάρκα της και την έτρωγε ζωντανή. Μια μπουκιά και μετά άλλη. Στους ώμους της, είχαν ανοίξει οι μύες. Μπορούσα να τους δω.
Και μισό από το κόκαλο του χεριού της.
Είχε γδάρει με τα νύχια της τα πόδια της μητέρας μου και όλο το νεκρό δέρμα της κρεμόταν από τις ανοιχτές πληγές. Η μητέρα μου φαινόταν χαμένη. Δεν μιλούσε , απλά κοιτούσε το κενό.
Τα μάτια της Ελένης πια έδειχναν πως δεν ήταν άνθρωπος.
Το δωμάτιο γέμιζε με σκιές
Και εγώ φοβόμουν ακόμα πιο πολύ.Ο τρόμος στα μάτια μου ήταν κάτι που φοβάμαι να σκέφτομαι μέχρι σήμερα.
Έπρεπε να φύγω, γρήγορα.
Το έβαλα στα πόδια , έφυγα από εκείνη την πόρτα τόσο γρήγορα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ.
Ένιωθα άσχημα που τους άφησα πίσω, αλλά είχα ελπίδα πως θα προλάβαινα να φέρω βοήθεια το συντομότερο.Ένα ζευγάρι γειτόνων άκουσε τις κραυγές μου και βγήκαν έξω γρήγορα.
"Ποιος είσαι; τι σου συνέβη;"
"Είμαι ο...η... μένω στο σπίτι πιο κάτω. Σε εκείνο το σπίτι στο τέλος του δρόμου βρίσκονται οι γονείς μου! Πρέπει να τους βοηθήσετε, καλέστε την αστυνομία αμέσως !! Σας παρακαλώ..."
Η φωνή μου έτρεμε και μου είχε σχεδόν κοπεί η ανάσα από το τρέξιμο."Μα τι λες. Δεν υπάρχει κανένα σπίτι στο τέλος του δρόμου."
"ΟΡΊΣΤΕ;" το μυαλό μου ήταν τρελαμενο.
"Στο τέλος του δρόμου δεν υπάρχει τίποτα."
"ΜΑ ΖΕΙ Η ΕΛΕΝΗ ΕΚΕΊ! ΕΛΑΤΕ ΜΑΖΙ ΜΟΥ, ΚΙΝΔΥΝΕΎΟΥΝ ΟΙ ΓΟΝΕΊΣ ΜΟΥ, ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΏ"
" τι δεν καταλαβαίνεις; στο τέλος του δρόμου δεν υπάρχει τίποτα παρά ένα μικρό χωράφι με σταφύλια."Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά. Ζαλίστηκα με τα λόγια των γειτόνων. Όλα θόλωσαν και χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει, βρισκόμουν στο πάτωμα.
Μετά από λίγο, ξύπνησα.
Είδα τους γονείς μου πάλι.
"Μαμά , μπαμπά;;; Ειστε ζωντανοί!"
Είπα.
"Ναι, είμαστε. Πάντα ήμασταν"
"Ευτυχώς! Είχα έναν πολύ κακο εφιάλτ.."
Δεν ολοκλήρωσα την πρόταση μου.
Η μητέρα μου κρατούσε ένα λουλούδι ίδιο με εκείνο στα φορέματα των κοριτσιών και κάτω από την φούστα της υπήρχαν ακόμα τα γδαρσίματα από τα νύχια της Ελένης.