Ο Αντρέι ήταν αναστατος.Για ακόμα φορά η σπάθα του ήταν αυτή που θα καθόριζε τη ζωή του.Πανω στη γυαλιστερή και κοφτερή εκείνη επιφάνεια,έστεκε στη μία η ζωή και η ευτυχία του με τη Θεοφανώ και στην άλλη η ζωή του Μάρκου και ο θάνατος της Θεοφανώς,αφού η ζωή της στον πύργο δε θα ήταν καλύτερη από το βασίλειο του Άδη.
Ο Αντρέι το έβγαλε από τη θήκη του και το κοίταξε, κρατώντας το σφιχτά.Μολις λίγες μέρες πριν πολεμούσε πλάι πλάι με τον Μάρκο και σε λίγες ώρες θα ήταν αναγκασμένος να τον σκοτώσει,αφού γνώριζε πως το θεριό που είχε θρέψει τόσο καλά με το αίμα εχθρών στα παιδιά των μαχών αλλά και στους πύργους της Μάνης,δε θα έμενε σε χειμερη νάρκη και θα έβγαινε να καταβροχθίζει τον εχθρό που στην περίπτωση θα ήταν ο Μάρκος
"Θεέ μου"
Ο άθεος Αντρέι επικαλούνταν τον Θεό,τη βοήθεια του να μη βάψει με αίμα τα χέρια του καπετάνιου του Πόρτο Κάγιο. Ανάθεμα θα έτρωγε αφού θα ήταν σαν να πρόδιδε τον σκοπό του,τον όρκο του.Μα πως να προδώσει την άλλη του πατρίδα, αυτή με σάρκα και οστά, αυτής που τα δάκρυα είχε νιώσει στο δέρμα της παλάμης του,στο ύφασμα του πουκάμισου του μα είχε μαρτυρίσει και το γέλιο της σα λεύτερη βουτούσε στη θάλασσα παίζοντας.Για την ελευθερία αγωνιζόταν και θα συνέχιζε μα πως θα ελευθέρωνε τη μια που πατούσε αν η πατρίδα που έμενε η ψυχή και η καρδιά του εμένα σκλαβωμένη κάτω από έναν ασηκωτο ζυγό
Για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα προτού πετάξει στο σπαθί και τρέξει στον οντά της σα σίφουνας δίχως φόβο αφού πλέον δεν είχε κάτι να κρύψει.Ανοιξε την πόρτα μα δεν ήταν εκεί.Δε γινόταν να φύγει δίχως να τη δεί.Επειτα βγήκε στην αυλή μα και πάλι ήταν άφαντη.Τοτε σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και είδε τον ήλιο να κοντοζυγώνει στο κέντρο του ουρανό.Ειχε φτερά ο ήλιος και πετούσε και έτρεχε δίχως να περιμένει.
Ο Αντρέι με βαριά βήματα γύρισε στο οντά του και εκεί την είδε να κρατά την σπάθα που είχε πετάξει στο κρεβάτι
"Αντρέι,που ήσουν?Γιατί πέταξες στη σπάθα σου?"
Ο Αντρέι έπεσε στην αγκαλιά της σα μωρό παιδί στην αγκαλιά της μάνας, παίρνοντας δύναμη μα και επιβεβαίωση για την απόφαση του
"Ο Μάρκος...με καλεσε σε μονομαχία"
Είπε και έκανε πίσω
"Τι?"
Η ανάσα είχε πιαστεί στο λαιμό της καθώς έγνοια και φόβος πλημμύρισε τα μάτια της
"Εαν νικήσω θα μπορέσουμε να φύγουμε μακριά"