Ο Αντρέι περπάτησε πρώτη φορά σε εκείνη τη σπηλιά,δεν είχε πατήσει ποτέ άλλοτε,δεν είχε τον πατέρα του ποτέ. Ηταν ξένος,ο Αντρέι Σιντοροφ που γεύτηκε το χάδι του Τζανέτου ήταν κάποιος άλλος,σε λίγες στιγμές είναι γίνει άλλος άνθρωπος,ένα μικρό ορφανό παιδί που λαχταρούσε γη ζεστασιά της πατρικής αγκαλης,τη θαλπωρή,για σοφές συμβουλές του πατέρα του.
Ο Αντρέι σταμάτησε και άφησε λίγες σταγόνες αίματος να αγγίξουν το χώμα
"Πατέρα"
Η λέξη βγήκε από τα χείλη του πρώτη φορά αβίαστα και με λαχτάρα.Η λέξη πατέρας ήταν συνώνυμο της φοβεράς,της παγωνιάς που ένιωθε κάθε φορά η παιδική καρδούλα του σαν το θεριό εκείνο που τον μεγάλωνε τον κοιτούσε με μίσος και υπεροψία
"Πατέρα"
Έσπασε, διαλύθηκε κομμάτια μικρά που δε θα συναρμολογούνταν ξανά αφού ο δημιουργός τους δεν υπήρχε πια.
"Πατέρα"
Τρίτη φορά που η λέξη βγήκε από τα χείλη του και η φωνή κόπηκε καθώς λυγμοι και κραυγές ακολούθησαν.
Με λαχτάρα και προσμονή δεκαετιών, έπιασε το χώμα και το φίλησε,το χώμα που πατούσε ο πατέρας του,το χώμα που τον έκρυψε πρωτού τον δεχτεί ξανά αυτή τη φορά πατώντας τον εκείνο.Έκλαψε,έκλαψε σα μωρό εκλαψε φιλώντας ξανά και ξανά το χώμα,
το χάιδευε,το έριχνε στους ώμους του,σαν το τελευταίο χάδι του Τζανέτου εκείνη τη νύχτα που μιλούσαν σαν πατέρας με γιό,που πήρε την ευχή ένα ζήσει και να ευτυχισειΗ Θεοφανω απ'έξω κοιτούσε τον ουρανό δαγκώνοντας τα χείλια της.Αν είχε δει κάτι,αν το όραμα που της φανερώθηκε τόσο αργά είχε φανερωθεί τότε,ίσως είχε καταφέρει να δώσει στον Αντρέι τη χαρά να ζήσει τον πατέρα του και ίσως να ζούσε και ο πατέρας του..
Ο θρήνος του Αντρέι συνεχίστηκε ώσπου έπεσε ολόκληρος στο έδαφος από την ακατάσχετη αιμορραγία.
Η Θεοφανω το ένιωσε θαρρείς και έτρεξε μέσα
"Αντρέι"
"Του μίλησα,τον άγγιξα και δεν ήξερα,δεν ήξερα"
Η Θεοφανω τον τράβηξε στα πόδια της και χάιδεψε τα μαλλιά του
"Αιμορραγείς, πρέπει να φωνάξω τον Τζανέτο"
"Ξέρει που θα με βρει"
Η Θεοφανω δε ξαναμίλησε ώσπου ο Αντρέι τη ρώτησε
"Πως ήταν?"
"Τι εννοείς?"
"Τους είδες,τον Τζανέτο και τη γυναίκα εκείνη, πως ήταν?"