Η Θεοφανώ βλέπει από μακριά και περιμένει με ανυπομονησία μέχρι να φύγει ο Σωτήρης από το πλάι του Κοσμά. Οι δυό τους ανταλλάσσουν κάποιες βιαστικές και μάλλον θυμωμένες κουβέντες αλλά στο τέλος ο φρούραρχος επικρατεί και ο Σωτήρης απομακρύνεται με σκυφτό το κεφάλι προς την πύλη του Πύργου.
Αφού σιγουρευτεί ότι δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος τριγύρω, η Θεοφανώ ρίχνει ένα κλαδί προς στον Κοσμά για να του τραβήξει την προσοχή. Τον βρίσκει στο κεφάλι και εκείνος βρίζοντας στρέφει το κεφάλι να δει τι έγινε. Η Θεοφανώ φανερώνεται ίσα για να του γνέψει να την πλησιάσει και μετά χάνεται ξανά πίσω από τα δέντρα.
Με γοργά βήματα ο Κοσμάς την φτάνει και χωρίς να χάνει χρόνο την κρατά από τους ώμους. "Πως είσαι; Που τριγυρνάς τόσες μέρες μοναχή σου; Φάγαμε τον τόπο να σε βρούμε." Την τραβάει κοντά του σε μια αγκαλιά για να μη δει το βούρκωμα, αλλά εκείνη το ακούει στη φωνή του. "Που διάολο πήγες και κρύφτηκες και δε σε βρήκα;"
Ξέρει ότι δεν της κρατάει κακία που εξαφανίστηκε. Έγνοια είναι. Όταν την αφήνει έχει ηρεμήσει κάπως.
"Είμαι καλά, Κοσμά. Πίστεψε με."
Την κοιτά προσεκτικά από πάνω μέχρι κάτω. "Καλά μου φαίνεσαι. Μήτε χέρι σου λείπει. Μήτε πόδι. Μόνο μυαλό."
"Έπρεπε να φύγω, Κοσμά."
Προσπαθεί να μην την αγριοκοιτάξει αλλά από τότε που τον ξέρει ποτέ του δεν μπόρεσε να κρυφτεί καλά. "Για να το λες, πα να πει πως είναι αλήθεια. Και σε πιστεύω. Λέγε τώρα. Τι έγινε και ήρθες;"
Ήρθε για να ξαναφύγει. Και είναι πιο δύσκολο από πριν. Του αρπάζει το χέρι για να κρατηθεί αλλά μια λάμψη γεμίζει το μυαλό της. Και μετά σκοτάδι. Βλέπει ένα άδειο δωμάτιο. Στη μέση υπάρχει ένα τραπέζι με ένα ματωμένο μαχαίρι καρφωμένο σε ένα κομμάτι χαρτί που γράφει Συγχώρα με, γιε μου." Ξεροκαταπίνει. Λες και το προσέχει για πρώτη φορά, βλέπει το μαύρο πουκάμισο του. "Ο πατέρας σου;"
Το ναι βγαίνει όχι από το στόμα του, μα από τα σωθικά του.
Για άλλη δουλειά ήρθε στον πύργο. Δουλειά βιαστική και δυσάρεστη. Μα ο πόνος του Κοσμά την διαπερνά. Σχεδόν δεν κατάλαβε πως από αγροίκος φρούραρχος έγινε αδελφικός της φίλος αλλά η αλλαγή αυτή είναι ευλογία.
Ο Κοσμάς κρύβει το βλέμμα του ξανά για να μη δει εκείνη τα δάκρυα του αλλά αυτή τη φορά η Θεοφανώ δεν τον αφήνει. Έχει μετανιώσει για τότε που της είχε ζητήσει να μιλήσει με τον πατέρα του, να απαλύνει όσο μπορούσε τον πόνο του λίγο πριν κλείσει τα μάτια του και του το είχε αρνηθεί. Τώρα θα μείνει όσο τη χρειάζεται.
YOU ARE READING
για να βρεθούμε, για να μη με χάσεις, για αυτό είμαι εδώ
Fanfiction!Spoilers για μέχρι και το 52! Η Θεοφανώ φτάνει έξω από τον πύργο και βρίσκει κρυφά τον Κοσμά. Του ζητάει μια χάρη αλλά δεν είναι ο μόνος που τη βλέπει. Μια επανασύνδεση σε τρία μέρη.