Ο Τζανέτος Λάσκαρης, καθισμένος στην μεγαλοπρεπή καρέκλα του, άκουγε με προσοχή τον μονάκριβο γιο του. Δίπλα του, η Χαριτίνη, η καλοσυνάτη και πανέμορφη γυναίκα του πετούσε σε πελάγη ευτυχίας με την προοπτική ότι ο γιος της είχε πλέον ξεπεράσει το θάνατο της Νατάλια και θα τον έβλεπε ξανά ευτυχισμένο. Τόσο χαρούμενη ήταν που δεν την ένοιαζε διόλου αν του είχε κλέψει την καρδιά η μάγισσα των Γιανακάρηδων. Ήταν σίγουρη ότι για να την αγάπησε ο γιός της η καρδιά της θα ήταν μάλαμα.
"Μάλιστα..." Είπε ο Τζανέτος όταν ο Αντρέι τέλειωσε την εξιστόρησή του για το πώς είχε γνωρίσει και ερωτευτεί τη Θεοφανώ. Είχε πει ελάχιστα ψέματα, μόνο για το ότι δεν ήξερε ποια είναι στην αρχή και για το πόσο καιρό την γνώριζε. Όλα τα άλλα τα άφησε ίδια. Δεν ήταν ψέμα εξάλλου ότι η μικρή του μάγισσα τον είχε μαγέψει από την πρώτη στιγμή που την είδε. "Και μου ζητάς να μιλήσω στο Σπήλιο, να του ζητήσω να αρραβωνιαστείτε... μήπως βιαζόμαστε και για τους γάμους;" Τον ρώτησε με τα δάχτυλα των χεριών του μπλεγμένα μπροστά του. "Δεν μας κυνηγάει κανείς." Του απάντησε ο Αντρέι αγέρωχος. "Θέλουμε να γνωριστούμε καλύτερα πρώτα. Και μπορούν να έρχονται μαζί μας ο Κοσμάς με την κόρη του Δραγουμάνου όταν συναντιόμαστε. Απλά δεν θέλουμε να κρυβόμαστε." Ο θείος του ο Κανέλλος, ο μικρότερος από τα αδέρφια τον κοίταζε με καμάρι, αλλά ο μεσαίος, ο Μιχαήλ τρωγόταν με τα ρούχα του.
"Πες μου ότι δεν σκέφτεσαι να συμπεθερέψεις με αυτούς τους αγροίκους αδερφέ." Ρώτησε έξαλλος τον Τζανέτο ο οποίος γύρισε και τον κοίταξε. "Σώπασε Μιχαήλ." Είπε με πυγμή. "Κουμάντο στις δικές σου νύφες όταν κάνεις. Όχι στη δικιά μου." Ο Αντρέι και ο Κοσμάς κοιτάχτηκαν και αντάλλαξαν από ένα νεύμα. "Θα έρθεις μαζί μου το πρωί. Να μιλήσεις και εσύ με τον αδερφό της. Θα θέλει να σε ακούσει. Αν όμως εκείνος αρνηθεί, ξεχνάς και αρραβώνες και γάμους... όλα. Θα βλέπεις τη μικρή Γερακάρισσα και θα αλλάζεις δρόμο. Έγινα κατανοητός;" Τον ρώτησε και όταν ο γιος του ένευσε τον έδιωξε με ένα νεύμα του χεριού του. "Πήγαινε τώρα. Θέλω να κοιμηθώ. Δεν είμαι παιδαρέλι πια."
Όταν το επόμενο πρωί οι Λασκαραίοι συνάντησαν τον Σπήλιο με το Θράσο και τους άντρες σου στον καταρράκτη, αφού μίλησαν οι δύο αρχηγοί μεταξύ τους, ήρθε η σειρά του Αντρέι να πάρει το λόγο. Επανέλαβε και σε εκείνον ακριβώς ότι είχε πει στον πατέρα του το προηγούμενο βράδυ με τον Σπήλιο να τον κοιτάζει με μισό μάτι. Ο Θράσος είχε τα χέρια του στη μέση και αγριοκοίταζε τον Αντρέι σαν να ήταν έτοιμος να του ορμήσει. "Δώσ' μου, έναν λόγο..." είπε όταν ο Αντρέι σταμάτησε να μιλάει "... για να μην σε σφάξω που γύρισες να κοιτάξεις την αδερφή μου." Μούγκρισε. "Έναν..." είπε ξανά με το χέρι του στο θηκάρι του σπαθιού του. Ο Αντρέι ήταν έτοιμος να απαντήσει όταν είδε πίσω του να έρχεται μια Θεοφανώ ξέπνοη, τρέχοντας με τα φουστάνια της να θροΐζουν γύρω της και τα σγουρά μαλλιά της έναν χείμαρρο από καστανόξανθες μπούκλες να ανεμίζουν στον αέρα. "Θεοφανώ;" Είπε σαν να μην το πίστευε και μέχρι και ο Σπήλιος σάστισε.
"ΣΠΗΛΙΟ ΣΤΑΜΑΤΑ!!!"Φώναξε το κορίτσι και ο αδερφός της την κοίταξε αλαφιασμένος. Σταμάτησε μπροστά στον Αντρέι, ανάμεσά τους και γαντζώθηκε από πάνω του για να πάρει ανάσα. "Σταματήστε..." είπε πάλι ξέπνοα και ο Αντρέι τη βοήθησε να σταθεί όρθια. "Λέει αλήθεια..." προσπάθησε να πάρει ανάσα "... αγαπιόμαστε." Είπε και μέχρι και ο Κοσμάς αναστατώθηκε. Δεν έβλεπες κάθε μέρα κοριτσόπουλα της παντρειάς να ξεστομίζουν τέτοια λόγια μπροστά σε τόσο κόσμο. "Φανούλα..." Μουρμούρισε ο Θράσος σαν να μην το πίστευε. "Αδερφή..." είπε ο Σπήλιος σαν να ήθελε να ζυγιάσει τα λόγια του "...θες να μου πεις, ότι τόσο καιρό διώχνουμε τα καλύτερα προξενιά της Μάνης επειδή αγαπιέσαι με αυτό το ξέρασμα γυμνοσάλιαγκα;" Την ρώτησε σοκαρισμένος. "Νόμιζα ότι θα σ' άρεσαν καλύτερα παλικάρια. Τούτος εδώ δεν ξέρει ούτε να ντύνεται. Μου κυκλοφοράει σα τζιτζιφιόγκος. Ακόμα και το πανωφόρι του είναι λες το έχεσε καρακάξα."
Αν δεν παιζόταν το κεφάλι του και ο γάμος του με την Κερασίνα ο Κοσμάς θα είχε βάλει τα γέλια. "Δεν είναι τζιτζιφιόγκος." Τον υπερασπίστηκε εκείνη "...και εμένα μ' αρέσει το παλτό του. Μοιάζει με αυτά που φοράνε τα πριγκιπόπουλα." "Είχε δίκιο η μάνα." Είπε και η Θεοφανώ σκοτείνιασε. "Δεν έπρεπε να σε αφήνω να διαβάζεις εκειά τα παραμύθια. Φούσκωσε η κούτρα σου με φαντασιοπληξίες." Η κοπέλα κάτι πήγε να πει αλλά μπήκε μπροστά ο Κανέλλος. "Έλα Γερακάρη. Δώσε την ευχή σου. Δεν τα βλέπεις πώς τρέμουν να πεις το ναι; Θες να τα πάρεις στο λαιμό σου;" "Κάλλιο να συγγενέψω με του λόγου σας παρά να χάσω την αδερφή μου." Του αντιγύρισε εκείνος. "Τα αρραβωνιάσματα θα γίνουν σε ένα μήνα. Μέχρι τότε επιτρέπω να συναντιέστε αλλά μόνο με συνοδεία. Και τις Κυριακές μπορείς να έρχεσαι και στη μεριά μας αμα θες." Είπε στον Αντρέι κοιτάζοντάς τον ακόμη απαξιωτικά. "Θεοφανώ..." είπε ο Τζανέτος και όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν "...μπορείς να έρχεσαι να βλέπεις τον γιο μου όποτε το ζητάει η ψυχή σου κόρη μου." Είπε και η κοπέλα ένευσε.
"Αν πληγώσεις την αδερφή μου..." μουρμούρισε ο Σπήλιος έτσι ώστε μόνο ο Αντρέι και η Θεοφανώ μπορούσαν να τον ακούσουν "... θα σε πνίξω με τις κορδέλες που φοράει και το μόνο που θα βρουν από σένα είναι αυτό το τσουβάλι που φοράς για το κρύο. Πριγκιπόπουλο..." Του είπε και ο Αντρέι έπνιξε ένα γέλιο που ευτυχώς άκουσε μόνο η Θεοφανώ. Οι δύο αρχηγοί πέρασαν πάλι μπροστά για να δώσουν τα χέρια και ο Αντρέι βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε εδώ και ώρα.
"Ώστε, μοιάζω με πριγκιπόπουλο ε;" της μουρμούρισε πονηρά. "Έπρεπε κάτι να πω για να με πιστέψει. Μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα Λάσκαρη." Του αντιμίλησε κατακόκκινη χωρίς να τον κοιτάξει.
// Άλλο ένα μέρος της ιστορίας μας που λάτρεψα να γράφω. Ελπίζω να αρέσει και σε εσάς το ίδιο. Μην ξεχνάτε να μου λέτε τη γνώμη σας στα σχόλια. Σας ευχαριστώ για όλη την αγάπη και την στήριξη.
ESTÁS LEYENDO
Ψεύτικοι Εραστές
FanficΣε ένα παράλληλο σύμπαν από αυτό της σειράς "Η Μάγισσα", ο Αντρέι και η Θεοφανώ πρέπει να βρουν μια λύση για να ενώσουν τις οικογένειές τους πριν να είναι πολύ αργά. ** Δεν μου ανήκουν οι χαρακτήρες ή η original ιστορία.