ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

9 2 0
                                    

Καθώς μπήκα στο σπίτι, βρήκα τους γονείς μου να κάθονται στο σαλόνι. Φαινόταν πολύ ανήσυχοι. Το βλέμμα τους είχε σκοτεινιάσει. Μόλις με είδαν να μπαίνω στο σπίτι, σηκώθηκαν όρθιοι.

« Ευτυχώς είσαι καλά » είπε η μητέρα μου. Ήταν η πρώτη φορά που την είδα να νοιάζεται πραγματικά.

« Τα πράγματα έχουν βγει εκτός ελέγχου »

Στο μυαλό μου επανήρθαν οι χθεσινές αναμνήσεις. Που έχουν μπλέξει ;

« Πατέρα, πες μου σε παρακαλώ, τι συμβαίνει εκεί έξω ; »

« Ούτε εμείς ξέρουμε ακριβώς. Αλλά, η αλήθεια είναι ότι πολλοί άνθρωποι έχουν ξεφύγει. Εναντιώνονται, ενώ δεν υπάρχει λόγος »

« Σκότωσαν ένα άνθρωπο »

Τον βλέπω να κάθεται πάλι στο καναπέ σκεπτικός.

« Θέλω να προσέχεις όταν βγαίνεις έξω και όταν πέφτει ο ήλιος θα είσαι στο σπίτι »

Αυτό ήταν το όριο που με έκανε να εκραγώ.

« Έχασες το δικαίωμα να μου λες τι να κάνω εδώ και πολύ καιρό »

Πήγα κατευθείαν στο δωμάτιό μου. Πρέπει να φύγω από εδώ μέσα. Και αυτό θα κάνω.

Λίγες ώρες αργότερα συναντηθήκαμε με τον Μάιλο. Με πήρε τηλέφωνο στο σπίτι. Το μοναδικό τηλέφωνο που υπάρχει και μπορώ να χρησιμοποιώ εδώ μέσα. Η κυβέρνηση έχει απαγορεύσει την κυκλοφορία τηλεφώνων αφής σε όλη την πολιτεία.

« Τι έγινε, σε άκουσα αναστατωμένη στο τηλέφωνο »

« Θα φύγω από την πόλη »

« Τι εννοείς ; »

Το βλέμμα του είχε σοβαρέψει πολύ.

« Δεν νιώθεις ότι ασφυκτιάς εδώ ; Νιώθεις ελεύθερος ; Εγώ... δεν θέλω άλλο αυτή την ζωή. Το καταλαβαίνεις ; Όλο ψέματα, μυστικά, υποκρισία »

Άρχιζα να καίγομαι από μέσα μου. Η ένταση μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Τότε νιώθω τον Μάιλο να με αγκαλιάζει σφιχτά.

« Ξέρω πως νιώθεις. Περισσότερο από ότι φαντάζεσαι. Όμως, η φιλία μου μαζί σου, μου δίνει δύναμη. Ξέρω ότι έχω ένα άνθρωπο σε αυτό τον κόσμο, μέσα σε αυτά τα τείχη, που με έχει καταλάβει όσο κανένας άλλος. Αντλώ δύναμη από αυτό. Δεν είσαι μόνη σου. Έχεις εμένα »

Βλέπω τα μάτια του να λάμπουν. Αυτό το γαλάζιο των ματιών του με ηρεμεί. Μείναμε και οι δύο να κοιταζόμαστε, όσο η ατμόσφαιρα γύρω μας, άρχιζε να σκοτεινιάζει.

« Πάμε στα σπίτια μας τώρα και αύριο σου έχω μια έκπληξη »

« Αν δεν σε πειράζει, θα ήθελα να γυρίσω μόνη μου. Να χαλαρώσω λίγο »

Τον είδα να στέκεται λίγο μαγκωμένος.

« Θα περιμένω αύριο την έκπληξη »

« Εντάξει... Θα τα πούμε αύριο λοιπόν »

Περπάτησα αρκετά, μέχρι που κατέληξα μπροστά από τα πελώρια τείχη. Ήταν τόσο ψηλά, που ένιωθες τόσο μικρός και αδύναμος μπροστά τους.

« Πόσο πολύ θέλω να φύγω από εδώ »

Είχε βραδιάσει πλέον και τα αστέρια είχαν εμφανιστεί στον ουρανό. Πως θα γυρνούσα στο σπίτι ;

« Θα τους στείλουν αύριο έξω ; »

« Ναι, οι υποτιθέμενοι νεοσύλλεκτοι έχουν υπογράψει συμβόλαιο με τον βέβαιο θάνατο. Αν ήξεραν μόνο που τους στέλνουν »

Ξαφνικά ακούω αυτόν τον διάλογο από δύο άνδρες, που πλησίαζαν προς τα τείχη. Κρύφτηκα κατευθείαν, σε ένα κοντινό θάμνο που βρισκόταν εκεί. Το γρασίδι ήταν κρύο και το άγχος μου είχε φτάσει στα ύψη.

« Τους παραμυθιάζουν τόσο καλά, που νομίζουν ότι όντως θα σώσουν την πολιτεία »

« Τέρμα οι κουβέντες. Τα λεφτά »

«Μάλιστα. Ορίστε »

Προσπαθούσα να δω καλύτερα μέσα από τα κενά, όμως καθώς έκανα μια κίνηση, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος.

« Τι ήταν αυτό ; »

Έβλεπα τον ένα άνδρα να πλησιάζει προς το μέρος μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Όπου και να πήγαινα θα με έβλεπαν. Κάνω την κίνηση να σηκωθώ, όμως κάποιος με τραβάει κάτω και μου κλείνει το στόμα με το χέρι του. Ένας άλλος ήχος ακούγεται από την απέναντι πλευρά.

« Από εδώ ακούγεται »

Είδα τους άνδρες σιγά σιγά να απομακρύνονται στο σκοτάδι. Μετά από λίγη ώρα τους είχα χάσει από το οπτικό μου πεδίο.

Πετάγομαι απότομα προς τα πίσω. Παρατηρώ μια ανδρική φιγούρα, αρκετά γυμνασμένη, με ενδυμασία που έμοιαζε με της φρουράς αλλά δεν ήταν η ίδια. Ήταν καλυμμένος στο πρόσωπο. Μόνο τα μάτια του μπορούσα να δω. Ήταν καστανά.

« Ποιος είσαι ; »

« Δεν έχουμε χρόνο για κουβέντες. Συγνώμη για αυτό »

« Συγνώμη για ποιο ; »

Και τότε μαυρίζουν όλα.

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΙΧΟΣWhere stories live. Discover now