Κεφαλαιο 14

16 3 12
                                    

Αύριο είναι το πάρτι του Χρήστου και από στιγμή σε στιγμή περιμένω τη Λένα για να πάμε για ψώνια. Μετά από λίγα λεπτά ακούω το κουδούνι και τρέχω να ανοίξω περιμένοντας να δω τη Λένα Αλλά όχι..

Μαντέψτε.. Δεν είναι δύσκολο βρεεε

Νεφέλη: «Τι θες εδώ;»

Ιάσονας: «Τι εννοείς τι θέλω εδώ;; Ήρθα για τον Γιωργο. Καιι για να σε δω»

Νεφέλη: «Ν-να με δεις;» α καλά τραυλιζω;; συνήθως το παθαίνω από το πολύ άγχος , όμως τι άγχος να έχω τώρα;;

Ιάσονας: «Ναι. Κοιτα Νεφέλη, το ξέρω ότι έγιναν αρκετά όμως εγώ σου εξήγησα τι έγινε από τη δίκη μου μεριά και αν θες με πιστεύεις αν θες όχι πάντως θέλω να ξέρεις πως δεν θέλω να σε χάσω από τη ζωή μου. Ήσουν είσαι και θα είσαι ένα πολύ σημαντικό άτομο για εμένα» είπε και ξαφνικά έκανε μια παύση κοιτώντας με στα μάτια. Τα μάτια του... Άλλαξαν.. Δεν ξέρω πως ούτε το γιατί αλλά δεν έχουν αυτό το πράσινο χρωμα που είχαν πάντα. Είναι κάπως κόκκινα.. «Νεφέλη.. Συγγνώμη , αλήθεια δε θελ-

Πριν προλάβει να οκοκληρωσει τη φράση του, τον πλησιάζω και ενώνω τα χείλη μας σε ένα αργό μα παθιασμένο φιλί. Κάτι που ήθελα καιρό να κάνω και για καποιο λόγο κάτι με κράταγε πίσω.. Μερικά δευτερόλεπτα μετά , σταματάμε και κοιταζόμαστε. Είναι κάπως άβολο αφού καθόμαστε και οι δυο στη πόρτα καθώς δεν του έχω πει να περάσει μέσα και νιώθω δυο μάτια καρφωμένα πάνω μας. Γυρνάω και βλέπω τον αδερφό μου να μας κοιτάει με το ένα φρύδι σηκωμένο ειρωνικά.

Γιώργος: «Τι έγινε γκαιζ;; Νεφέλη δεν θέλω να στο χαλάσω αλλά ο Ιάσονας για εμένα ήρθε» είπε γελώντας

Πριν καν προλάβω να του απαντήσω , νιώθω τον Ιάσονα να πέφτει πάνω μου. Γυρνάω και βλέπω τη Λένα δίπλα μου , λογικά εκείνη θα τον έσπρωξε για να μπει μέσα

Νεφέλη: «Καλά καλά λεγε ότι θες , εμείς φεύγουμε»

Πήγα να πάρω τα κλειδιά μου και πριν βγω έξω από το σπίτι ο Ιασονας μου τραβάει το χέρι

Ιάσονας: «Θα τα πούμε μετά εμείς» είπε και μου έκλεισε το μάτι χαμογελώντας στραβά

[..]

Λένα: «Αυτή πάρε , ταιριάζει περισσότερο με το αουτφιτ» είπε και μου έδειξε μια κολόνια που κοιτούσαμε ώρα

Νεφέλη: «Λες ε;; Μμμ οκευ» δέχτηκα

Αφού πληρώσαμε βγήκαμε έξω από το μαγαζί και αποφασίσαμε να κάτσουμε σε μια καφετέρια. Παραγγείλαμε να πιούμε και όσο περιμέναμε τα μιλκσεικ μας μιλάγαμε. Βασικά εκείνη μίλαγε , εγώ ήμουνα στον κόσμο μου , και βασικά γιατί να μην είμαι;; Δεν ήταν και λίγο αυτό που έκανα και το σκέφτομαι συνέχεια. Γεμίζω το μυαλό μου με αρνητικές σκέψεις τις οποίες σπάει ο σερβιτόρος που μας έφερε τα μιλκσεικ μας , αφού τον ευχαριστήσαμε η Λένα συνέχισε τη μπάρλα..

But it could never happenOù les histoires vivent. Découvrez maintenant