Γραμμα

69 6 3
                                    

Άριας POV :

Όσο περπατούσα μόνη μου στους άδειους δρόμους με μόνο μου κάθοδο τα φώτα του δήμου τα οποία ήταν ελαφρώς χαλασμένα άρχισα να έχω τύψεις για τον τρόπο που αντέδρασα.

Προφανώς και δεν μου άρεσε που μου έκρυψε την πραγραμματική του καταγωγή αλλά αντί να τον ρωτήσω γιατί και να είμαι δίπλα του εγώ απλά έφυγα αντιδρώντας αρκετά υπερβολικά.

Ξαφνικά ακούστηκε το κινητό μου και ενώ περίμενα να είναι κάποιο μήνυμα του Αλεξ είδα μια ειδοποίηση που δεν περίμενα να δω.

Instagram : Ο Χρήστης Raphi_es σας έκανε like στο post.

Που εμφανίστηκε αυτός.

Γιατί εμφανίστηκε αυτός..;

Δεν θέλω να χασω τον Αλεξ όπως έχασα και αυτόν γιατί με τον Αλεξ έχω ελπίδες για ένα μέλλον.

Σκέφτηκα και άρχισα να κλαίω στην σκέψη του να τον χάσω.

Έτρεχα προς το σπίτι του προσεύχοντας να μην είναι θυμωμένος μαζί μου.

Θέλοντας να τον κάνω απλά μια αγκαλιά χωρίς να πούμε τίποτα απλά να έχει το σώμα του κολλημένο στο δικό μου

Έφτασα στο κατώφλι του σπιτιού του χτύπησα το κουδούνι.

Χωρίς μανία. Χωρίς την απελπισία που ένιωθα για να με δεχτεί. Σαν να είναι μια απλή μέρα που πήγα σπίτι του για να κάτσουμε.

Άνοιξε την πόρτα και δεν είπε τίποτα.

Λογικά απόρησε για τα κόκκινα από το κλάμα μάτια μου.

Τον πήρα αγκαλιά και παραδόξως με αγκάλιασε  πίσω.

Ένιωσα σαν να είμαι σπίτι γιατί ήμουν.

Ο Αλεξ ήταν το σπίτι μου. Το πιο όμορφο σπίτι που έχω δει ποτέ.

Κάτι μέρες μετά

Χριστούγεννα ήρθαν πάλι μα είσαι πάλι μακριά μουυυ

Σκεφτόμουν από μέσα μου ενώ στόλιζα το δέντρο στο σαλόνι του σπιτιού μου πριν έρθουν οι γονείς μου για να τους κάνω έκπληξη.

Έτσι όπως πήγα να ανοίξω την πόρτα έβγαλα μια τσιρίδα που παίζει να με άκουσε και η κουφή μου γειτόνισσα

Εγώ: Ρε μαμά πως μπαίνεις έτσι « Της λέω ενώ με το ένα χέρι πιάνω την εύθραυστη καρδούλα μου»
Θα με αφήσεις στον τόπο καμία μέρα «Της λέω με ένα ναζιαρικο παράπονο»

Μαμά: Τι κάνεις παιδάκι μου κρεμασμένη σαν την μαϊμού;  «Με ρωτάει γεμάτη απορία»

Εγώ : Στολίζω το σπιτι για τα Χριστούγεννα βρε ( εκτός εποχής το βιβλίο ) «Της λέω με ένα γεμάτο χαμόγελο»

Μαμά : Κατέβα από εκεί γιατί έστειλε το σχολείο σου ένα γράμμα για σένα λες δεν έχουν ακούσει για email « είπε σχεδόν μοιρολογόντας»

Εγώ : Τι μπορεί να είναι ξέρεις ή μπα « Τη ρώτησα »

Μαμά : Μπα «Είπε αδιάφορα και πήγε στο δωμάτιο της»

Χωρίς άλλη υπομονή άνοιξα το γράμμα και άρχισα να το διαβάζω

" Άρια Δημητροπούλου,
Ως Διευθυντής του σχολείου σου σού στέλνω αυτό το γράμμα για να σου ανακοινώσω πως κληρώθηκες για το φετινό Εράσμους και στις 10 Απριλίου θα πας μαζί με τους υπόλοιπους εκλεγέντες στην Γερμανία
Με εκτίμηση ο διευθυντής "

Εγώ : ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΝΑΙ ΚΑΛΑ «Άρχισα να τσιρίζω σαν μανιακή»

Μαμά : Έμεινες τάξη ; Εμ στο έλεγα εγώ να ανοίγεις βιβλίο αλλά Εσυ που ούτε καν οι βαθμοί δεν ηρθαν και εσυ εμεινες . Τι θα κάνεις στην ζωή σου « Άρχισε να μοιρολογεί η μανα μου μόνη της »

Εγώ : Θα πάω Γερμανία με το Εράσμους μαμά τι να μείνω « Είπα με ένα τόνο ειρωνείας»

Μαμά : Ζακέτα να πάρεις και να προσεχεις , πότε θα πας « Με ρώτησε »

Εγώ : 10 Απριλίου « Απάντησα »

Μαμά : Σαν νερό θα περάσει ο χρόνος ... Αχ πως μεγάλωσες έτσι « Είπε »

Απορώ όταν θα γίνω μανα και εγώ έτσι θα κάμω ; Απαπαπα μακριά.

Άραγε ο Άλεξ να πέρασε και αυτός ;

Θα τον πάρω να τον ρωτήσω αφού τελειώσω τον στολισμό και κάνω ενα μπάνιο.

Αλέξ POV :

Κοιμόμουν ήσυχα και ωραία μέχρι που μπήκε η μάνα μου μέσα λες και γίνεται σεισμός

Μαμά : ΣΗΚΩ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ 2 ΕΙΝΑΙ Η ΩΡΑ «Φώναξε »

Εγώ : ΧΕΣΤΗΚΑ ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ «Φώναξα πίσω»

Μάνα : Σήκω παιδί μου έχεις ένα γράμμα «Είπε πιο ήρεμα»

Εγώ : Πάνα ; Τι πάνα ρε μάνα..ΕΜΕΙΝΕ ΕΓΚΥΟΣ Η ΑΡΙΑ «Είπα καθώς πετάχτηκα από το κρεβάτι»

Μάνα : Α έχεις χαζέψει παιδί μου, ΓΡΑΜΜΑ λέμε άνοιξε το από το σχολείο είναι , έλεος παιδί μου «Ειπε»
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
ΤΙ κάνετε πως είστε ;
Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο
Αν σας άρεσε πατήστε ένα αστεράκι, αφήστε ένα σχόλιο και μοιραστείτε το με φίλους
Καλή συνέχεια και τα λέμε στο επόμενο

Το βανάκι και οι παίδαροι Where stories live. Discover now