-Πρώτο κεφάλαιο-

21 4 0
                                    

Οινούσσες ένα νησί του ανατολικού Αιγαίου. Που ανήκει στο νομό Χίου. Ένα αγόρι που μεγαλώνει σε αυτό το νησί. Είναι το καμάρι της οικογένειας Κόκαρη. Δουλεύει και συντηρεί την οικογένεια του από τότε που τράκαρε τον πατέρα του ένας ασυνείδητος οδηγός και τον παράτησε στη μέση του δρόμου δυστυχώς ήταν άσχημο το χτύπημα στα πόδια του ώστε να τον αφήσει ανάπηρο. Η μητέρα του η κυρά Αγγελική νοικοκυρά δε βγήκε ποτέ να δουλέψει μέχρι και όταν τράκαρε ο άντρας,γιατί ο γιος της της είπε ότι θα φροντίσει για την οικογένεια τους. Όταν έγινε ο τραυματισμός του κυρίου Επαμεινώνδα του πατέρα του Νικολέτου του πρωταγωνιστή της ιστορίας μας ήταν μόνο δεκατεσσάρων ετών. Κι όμως βρήκε δουλειά, πάλεψε και συντήρησε την οικογένεια του. Πλέον είκοσι τεσσάρων ετών δουλεύει τον χειμώνα ως ταχυδρόμος για διανομή φακέλων και το καλοκαίρι ασχολείται με τη ναυαγοσωστική έτσι περνάει τις εποχές του χρόνου του ο Νικολέτος. Ο Δημόκριτος Λιβανός φίλος του Νικολέτου είναι ένας από τους δύο πραγματικούς φίλους του. Ο Δημόκριτος είναι ο καλός σύμβουλος του Νικολέτου από τα δεκαοχτώ του τον ενθαρρύνει αφού ήταν και θα είναι ερωτευμένος με την Γιασεμή Τριανταφύλλου. Εκείνη όμως έφυγε για να σπουδάσει δασκάλα και εκείνος έμεινε με ένα βέλος καρφωμένο στην καρδιά του. Επίσης του έδινε συχαρίκια που δούλευε από μικρός για να συντηρεί την οικογένεια του,που δούλευε όχι μόνο σε μια αλλά σε δύο δουλειές και κάθε φορά που άκουγε ότι πήγαινε μακρύ δρομολόγιο τον ρωτούσε και απορούσε πως κατάφερνε και έκανε τόσο μακρινές διαδρομές. Το κολλητάρι του όπως λέει ονομάζεται Αμβρόσιος Μαθιουδάκης,είναι κάθε φορά ο πιο κακός του σύμβουλος,τον βοήθησε να βρει δουλειά ως ταχυδρόμος αλλά αυτή η δουλειά τελείωσε για τον Νικολέτο,θέλει να πάει να την βρει,εκείνος εδώ και πόσο καιρό του λέει πως θα ψάξει για άτομο κάτι που δεν κάνει γιατί έχει την δουλειά του φλερτ. Φλερτάρει με οποία δει ότι του αρέσει χωρίς να ξέρει τίποτα για εκείνη. Επίσης του λέει πως δε θα μπορέσει να βρει πουθενά αλλού στο νησί μια δουλειά που να του δίνει τόσα λεφτά και λέει αλήθεια,γιατί τα δρομολόγια είναι πολλά και καθημερινά και τα λεφτά που παίρνει είναι πολλά και όντως δε θα βρει πουθενά αλλού τόσα χρήματα.  Ο Αμβρόσιος ενώ ήξερε ότι ο Νικολέτος ήταν ερωτευμένος με την Γιασεμή την φλέρταρε ένας από τους λόγους που έφυγε η Γιασεμή είναι για να μην μπει ανάμεσα στην φιλία των δύο κολλητών.Ο δεύτερος λόγος ήταν επειδή έπρεπε και ήθελε να σπουδάσει ώστε όταν γυρίσει στο νησί να διδάσκει στα παιδιά του νησιού. Ο τρίτος λόγος που έφυγε ήταν ώστε να βγάλει από την καρδιά της τον Νικολέτο. Τα κατάφερε τελικά να τα κάνει όλα αυτά; Η οικογένεια της είναι πολύ αγαπητή και γνωστή επειδή έχουν τον καλύτερο φούρνο του νησιού φρέσκα και σε ξύλο ψημένα όλα τα καλούδια τους. Η κυρά Αναστασία η μητέρα της δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι της οικογένειας της,ο κύριος Άγγελος την έπεισε να την αφήσει να σπουδάσει να κάνει το όνειρο της αληθινό. Έτσι έφυγε για την Αθήνα και ο Νικολέτος έχασε την αγάπη του. Την ημέρα που θα έφευγε η Γιασεμή την αποχαιρέτησε με ένα φιλί στο στόμα και της είπε πως θα την περιμένει και ορκίστηκε να μην ξαναφτιάξει τη ζωή του άμα δεν γυρνούσε. Εκείνη του υποσχέθηκε ότι θα γυρίσει και τα σχέδια τους θα γίνουν αληθινά. Κι όμως ο Νικολέτος δεν έχει σχεδιάσει με άλλη κοπέλα τα όνειρα του την περιμένει εδώ και έξι χρόνια. Τέσσερα χρόνια σπούδαζε για δασκάλα δημοτικού και τον έχει αφήσει να αναρωτιέται τι κάνει αλλά δύο χρόνια που δε σπουδάζει. Αναρωτιέται αν έχει φτιάξει την ζωή της και ξέχασε εκείνον και τον όρκο του. Μια ξέγνοιαστη μέρα του καλοκαιριού ο Νικολέτος πρόσεχε τον κόσμο ως ναυαγοσώστης. Όπως καθόταν είδε πως πνιγόταν μια νέα κοπέλα ειδοποίησε ασθενοφόρο και γρήγορα γρήγορα βούτηξε την έβγαλε έξω από τη θάλασσα και της έδωσε τις πρώτες βοήθειες το ασθενοφόρο αργούσε όλο και περισσότερο. Μετά από πόση ώρα που τις έδινε τις πρώτες βοήθειες η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της και εκείνος έπαθε συγκοπή με το που την είδε,από την τόση ομορφιά για δεύτερη φορά ερωτεύτηκε. Όμως δεν ξεχνούσε τον όρκο που είχε δώσει στην Γιασεμή. Να πω όμως ότι ο Νικολέτος γνωρίστηκε στην ναυαγοσωστική με τον Δημόκριτο και έγιναν φίλοι.Το ασθενοφόρο φτάνει και ο Νικολέτος ζητάει από τον φίλο του τον Δημόκριτο να πάρει πάνω του την βάρδια του  ώστε να πάει την κοπέλα στο νοσοκομείο δεν είχε κανέναν μαζί της. Άλλαξε γρήγορα γρήγορα και πήγε μαζί της στο νοσοκομείο. Η κοπέλα τον ευχαρίστησε και του είπε ότι έχει αποφασίσει να ζήσει στο νησί τους και ότι ήρθε για να δουλέψει ως ταχυδρόμος για διανομή φακέλων. Εκείνη την στιγμή έπαθε πλάκα δεν περίμενε ότι γυναίκα θα έπαιρνε αυτή τη δουλειά. Μέχρι το Πάσχα ο Νικολέτος θα έπρεπε να βρει δουλειά ώστε να έχουν λεφτά για να περάσουν όσο θα λείπει ο γιος τους. Θα την έβρισκε και θα του εξηγούσε γιατί δεν έχει γυρίσει στο νησί όπως του υποσχέθηκε. Μήπως έχει άλλα σχέδια με άλλον άντρα δίπλα της; Περνούσε ο καιρός και ο Νικολέτος μετά την αλλαγή του χρόνου του ήρθαν όλα όπως τα ήθελε. Βρήκε δουλειά σε ένα μπάρ και δούλευε βράδυ πάντα γιατί το πρωί δούλευε σε μαγαζί με κοσμήματα. Το μεσημέρι κοιμόταν και φόρτωνε μπαταρίες για την νύχτα και την ημέρα που τον περίμενε. Φτάνει Απρίλιος και γεμάτος χαρά ο Νικολέτος περιμένει σαν τρελός να περάσουν οι ημέρες. Φτάνει η Μεγάλη Εβδομάδα ή αλλιώς η Εβδομάδα των Παθών. Τη Μεγάλη Δευτέρα άσπρισαν το σπίτι και έβαψαν τις γλάστρες όλες κόκκινες έθιμο των χωριών και των νησιών. Τη Μεγάλη Τρίτη καθάρισαν το σπίτι έθιμο και αυτό.Τη Μεγάλη Τετάρτη  η μάνα του πήγε στο Μεγάλο Ευχέλαιο έχοντας μαζί της μια σουπιέρα με αλεύρι. Σε αυτό στερεώνουν τρία κεριά, τα οποία καίνε κατά την τέλεση του Μυστηρίου. Το αλεύρι αυτό το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν τα πασχαλινά κουλουράκια την επόμενη μέρα. Μεγάλη Πέμπτη γίνεται ο Μυστικός Δείπνος το βράδυ ψάλλονται τα δώδεκα Ευαγγέλια και στην εκκλησία περιφέρεται ο Σταύρος με τον Ιησού. Επίσης την Μεγάλη Πέμπτη είναι το βάψιμο των αυγών και το ζύμωμα των τσουρεκιών όπου έκαναν με τη μητέρα του αυτή την ημέρα δεν έπρεπε να πλύνουν να απλώσουν ούτε να κάνουμε άλλες δουλειές του σπιτιού και έτσι και έκαναν. Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ τελείται η περιφορά του επιταφίου όπου και πήγαν με τον ανάπηρο πατέρα του ενώ οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα όλη τη μέρα και όταν τις  ακούνε κάνουν το σταυρό τους και ζητάνε από τον Χριστό να γίνει ένα θαύμα και να ξαναπερπατήσει ο πατέρας του ο Επαμεινώνδας. Η μητέρα του έχει φτιάξει ταχινόσουπα και επίσης ήπιανε όλοι μία κουταλιά ξύδι ως ανάμνηση αυτού που έδωσαν στον Ιησού. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου έχουν βάλει στο ραδιοφωνάκι και ακούνε τον Εσπερινό της Ανάστασης όπως λέγεται και η Πρώτη Ανάσταση το μεσημέρι πραγματοποιείται η αφή του Αγίου φωτός στον Πανάγιο Τάφο. Το βράδυ είναι τελετή της Αναστάσεως όπου και πήγαν και άκουσαν το δεύτε λάβετε φως και το Χριστός Ανέστη το είπανε με χαρά και με ελπίδα ώστε ο πατέρας να γίνει καλά και πλέον το παιδί να μπορέσει να ανασάνει ξανά.Στην επιστροφή στο σπίτι σήκωσαν τον πατέρα και σταύρωσε πρώτα στο πάνω μέρος της εξώπορτας με το Άγιο φως και η μητέρα έπειτα άναψε τα καντήλια το βραδινό τραπέζι της Ανάστασης περιλάμβανε την μαγειρίτσα,τα κόκκινα αυγά,το τσουρέκι και σιγά-σιγά η νηστεία έφευγε από πάνω τους. Κυριακή του Πάσχα τους ξημέρωσε και πρωί-πρωί σηκώθηκαν και ήπιαν τον καφέ τους και σιγά-σιγά ο πατέρας αρχίζει να βάζει τα κάρβουνα στην ψησταριά ο γιος του έφερε τα δύο αρνιά και τα τρία κοκορέτσια και η μάνα του τηγάνιζε εκείνη την ημέρα θα τρώγανε με την οικογένεια της τον κύριο Άγγελο και την κυρά Αναστασία τους γονείς της. Μία μέρα έμεινε και θα έφευγε το έχει ανακοινώσει στους γονείς του και εκείνοι πήρα την απόφαση να τον αφήσουν αφού το ήθελε. Δεν έφεραν καμία αντίρρηση αφού τόσα χρόνια τους συντηρεί, τους βοηθάει και τώρα θα έχουν χρήματα να μπορούν να ζήσουν μέχρι να γυρίσει. Έλα όμως που μία έκπληξη τον βρίσκει μπροστά από την εξώπορτα του σπιτιού.

Καλησπέρα σε όλους και σε όλες ονομάζομαι Θεοδώρα και αυτό εδώ είναι το πρώτο μου βιβλίο. Θέλω την γνώμη σας φυσικά για το πρώτο του κεφάλαιο. Σήμερα θα ανέβουν τα πρώτα εφτά κεφάλαια και μετά θα έχουμε νέο κεφάλαιο κάθε μία εβδομάδα γύρω στις 2 το μεσημέρι. Αυτά ciao.😘👋

Οινούσσες Where stories live. Discover now