-Δεύτερο κεφάλαιο-

14 3 0
                                    

Κυριακή του Πάσχα η Γιασεμή είχε πει στον αρραβωνιαστικό της Τιμολέων ότι θα φύγει ώστε να πάει στο νησί να κάτσει με τους γονείς της να φάνε να πιούνε και να χαρούν εκείνη την ιερή ημέρα. Ο αρραβωνιαστικός της δεν είχε καμία αντίρρηση έτσι την άφησε να πάει αλλά ρώτησε μήπως ήθελε να πάει μαζί της εκείνη απάντησε πως θα ήταν καλό να μείνει πίσω να τελειώσει τις δουλειές του και όποτε τελειώσει να έρθει και αυτός στο νησί. Έτσι πήρε το πλοίο και όταν πάτησε το πόδι της στο νησί ήταν εκπληκτικό το πόσο έχει αλλάξει το μέρος έξι χρόνια μετά η Γιασεμή τέσσερα χρόνια σπουδάζε και δύο χρόνια είχε αρραβωνιαστεί. Δεν είχε πάει στο νησί μόνο για εκείνη την ημέρα. Στο νησί ήρθε για να μείνει μόνιμα και να διδάσκει στα παιδιά του σχολείου γράμματα όπως έλεγε μικρή ήταν το όνειρό της,σιγά-σιγά ανηφόριζε προς το σπίτι του πολυαγαπημένου της Νικολέτου. Χτυπώντας το κουδούνι της εξώπορτας έτρεξε γρήγορα ο Νικολέτος γιατί περίμεναν τους φίλους του και περίμεναν και τους φουρνάρηδες. Μόλις άνοιξε την πόρτα έπαθε την πλάκα του δεν περίμενε να δει μπροστά του την Γιασεμή. Τον αγκάλιασε και μετά από τόσο καιρό την έσφιξε στην αγκαλιά του κι όμως αυτό που δεν παρατήρησε ο Νικολέτος ήταν ότι στο χέρι της δεν ήταν ένα απλό δαχτυλίδι όπως πίστευε για αυτό και δεν τη ρώτησε ήταν το δαχτυλίδι των αρραβώνων της με τον Τιμολέων. Την καλωσόρισαν η κυρά Αγγελική και ο κύριος Επαμεινώνδας. Χτύπησε ξανά το κουδούνι και μόλις άνοιξε την πόρτα η Γιασεμή είδε τον Αμβρόσιο και τον Δημόκριτο αγκάλιασε τον Δημόκριτο και τον Αμβρόσιο τον άφησε να κάθεται και να την κοιτάει. Πήγαν στο τραπέζι άφησαν τα λουλούδια τα οποία είχαν φέρει τα παιδιά και ξανά χτύπησε το κουδούνι. Γρήγορα-γρήγορα αφού ήξερε ποιοι είναι η Γιασεμή έτρεξε στην πόρτα και άνοιξε και απευθείας έπεσε στην αγκαλιά των γονιών της. Οι γονείς της δεν το ήξεραν ότι θα έρθει και οι γονείς της τη ρώταγαν:
Μα πότε ήρθες;
Πήρα το πλοίο και ήρθα σήμερα το πρωί!
Δεν το πιστεύανε ότι μετά από έξι χρόνια την έβλεπαν μπροστά τους.
Περίμενε ο Νικολέτος να το ξέρουν.
Και της είπε:Λίγο περίεργο που ήρθε χωρίς να το ξέρει κανείς μετά από τόσα χρόνια και να μην ειδοποιήσεις ότι θα έρθεις!
Εκείνη του απάντησε:
δεν είχα κανένα λόγο,ήθελα να σας κάνω έκπληξη.
Τι να κάνει την πίστεψε αφού την αγαπάει τόσο. Ψήνανε και ο Νικολέτος είχε συνέχεια στην αγκαλιά του την Γιασεμή δεν πίστευε ότι θα την έβλεπε μετά από έξι χρόνια μία μέρα μετά θα του εξηγούσε τα πάντα αφού θα είχε πάει στην Αθήνα να τη βρει. Λες και η μοίρα κάτι ήθελε να του πει.Έτσι ο Νικολέτος τη ρώτησε μπροστά σε όλους:
Προχωρήσεις με τη ζωή σου Γιασεμή πήγες παρακάτω;
Του απάντησε:
Ναι είμαι αρραβωνιασμένη εδώ και δύο χρόνια δεν το ξέρει κανείς σας και ήρθα να ζήσω μόνιμα και σε λίγο καιρό θα ρθει και ο Τιμολέων ο αρραβωνιαστικός μου.
Τέλεια δηλαδή ούτε ο όρκος,ούτε υπόσχεση,ούτε τίποτα από αυτά δεν θυμάσαι να φανταστώ ε.
Τα θυμάμαι απλά προχώρησα στη ζωή μου στην Αθήνα.
Και εγώ δε θα φτιάξω τη ζωή μου,δε θα κάνω σχέδια,δε θα έχω ένα δύο ή και παραπάνω πλασματικά να κινούνται στα πόδια μου.
Βρες μία γυναίκα και φτιάξε τη ζωή σου.
Εγώ τον όρκο μου το κρατάω.
Υποσχέθηκα να γυρίσω όχι να είμαι μαζί σου.
Εκτός από αυτό όταν έφευγες στο πλοίο φιληθήκαμε έτσι αποχαιρετήσαμε ο ένας τον άλλο από ότι θυμάμαι με άφησες με την ελπίδα.
Σε αποχαιρέτησα έτσι γιατί σε αγαπούσα τώρα η καρδιά μου είναι αλλού.
Και εγώ αύριο θα ερχόμουν στην Αθήνα να σε βρω να μιλήσουμε να μου εξηγήσεις γιατί εδώ και δύο χρόνια που έχεις τελειώσει τις σπουδές σου δεν έχεις έρθει στο νησί. Αν ερχόμουν θα ήταν αποτυχία όλο μου το ταξίδι γιατί μου ράγισες την καρδιά. Σηκώθηκε από το τραπέζι ο Νικολέτος και έφυγε εκείνη λίγο πιο πίσω έτρεξαν και ο Αμβρόσιος με τον Δημόκριτο. Η Γιασεμή πρόλαβε τον Νικολέτο,τον τράβηξε από το χέρι και εκείνος γύρισε και την φίλησε. Από μακριά παρακολουθούσαν οι φίλοι των δύο παιδιών. Δεν περίμεναν να κάνει κάτι τέτοιο Νικολέτος λόγω του ότι η Γιασεμή ήταν αρραβωνιασμένη. Μούρη με μούρη Νικολέτος και Γιασεμή της λέει:
Πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό το βλέπω στα μάτια και στο φιλί ότι μ αγαπάς. Εγώ θα τα παρατούσα όλα και θα ερχόμουν στην Αθήνα να σε βρω με τον αρραβωνιαστικό σου. Εγώ σου λέω όμως ότι ακόμα και τώρα μπορείς να διορθώσεις το λάθος σου χώρισε τον θα είμαστε μαζί. Θα σε στηρίξω εγώ στην οικογένειά σου και έπειτα θα έρθεις να μείνεις μαζί μου,τόσα χρόνια συντηρώ την οικογένειά μου θα σε συντηρώ και σένα γιατί σε αγαπώ.
Η Γιασεμή του έδειξε το δαχτυλίδι του αρραβώνα της και του απάντησε:
Μου ζητάς κάτι που δεν μπορώ να κάνω εγώ δεν τον αγάπησα όπως λες αλλά με τα χρόνια θα τον αγαπήσω. Και στο κάτω κάτω δεν μπορώ να τον πληγώσω εκείνος με αγαπά και με έχει κορώνα στο κεφάλι του. Οι δύο φίλοι σαστισμένοι από αυτό που έκανε ο Νικολέτος γύρισαν σπίτι και έπιασαν μια καρέκλα ο καθένας. Οι γονείς των παιδιών άρχισαν τις ερωτήσεις:
Τον πρόλαβε η Γιασεμή τον Νικολέτο; Ρώτησε η κυρά Αναστασία.
Ναι τον πρόλαβε.
Και τι έγινε; Ρωτάει η κυρά Αγγελική.
Πάνε μια βόλτα να μιλήσουν να τα βρουν τέλος πάντων. Απάντησε ψέματα ο Αμβρόσιος.
Ο Δημόκριτος τον κοίταξε καλά καλά. Πάμε λίγο μέσα να σου πω του λέει.
Ναι βεβαίως.
Γιατί τους λες ψέματα αν με ρωτήσουν ξέρεις πως θα με καταλάβουν δε το χω με τα ψέματα.
Μια φορά για τον φίλο σου σιγά την αμαρτία.
Αμαρτία όχι τόσο μεγάλη όσο η δική σου. Γιατί και εσύ που την έπεφτες στην Γιασεμη ήταν καλύτερα γι αυτό έφυγε μου το είχε πει.
Τον άρπαξε από τον γιακά εκείνη την στιγμή μπήκαν οι νοικοκυρές να αφήσουν τα πιάτα. Τους είδαν και έτρεξαν να τους χωρίσουν.
Αν με ξανά προσβάλλεις του είπε ο Αμβρόσιος.
Τι θα μου κάνεις;
Θα σε τελειώσω.
Αχ Παναγία μου μέρα που είναι μην βγάζετε τέτοιες κουβέντες από το στόμα σας. Είπε η κυρά Αναστασία.
Φίλοι τόσα χρόνια και πιάνετε τους γιακάδες ο ενός του αλλουνού. Με τη συζήτηση θα τα λύσετε όλα όχι με την βία. Είπε η κυρά Αγγελική.
Χτύπησε το κουδούνι.
Ανοίγω εγώ. Λέει ο Δημόκριτος.
Φτάνει στην πόρτα ανοίγει και τους λέει.
Μην καρφωθητέ σας είδαμε και σας κάλυψε ο Αμβρόσιος είπε ότι πήγατε βόλτα για να μιλήσετε.
Στην πόρτα θα κάτσετε λέει ο κύριος Επαμεινώνδας.
Κάθονται ο Αμβρόσιος και ο Δημόκριτος ο ένας απέναντι από τον άλλο και δίπλα η Γιασεμή στου γονείς της. Ο Νικολέτος πάει από πάνω από τον Αμβρόσιο του πιάνει τον ώμο και τον ευχαριστεί.
Σε ευχαριστώ ρε κολλητάρι μου. Με έσωσες.
Τίποτα δεν κάνει τίποτα. Καλά έκανες και την φίλησες ενώ σε αφησε με την ελπίδα έρχεται και σου λέει είμαι αρραβωνιασμένη ποια νομίζει ότι είναι.
Τέλος πάντων λέει δυνατά ήρθε η στιγμή που πρέπει να φύγω να πάω και στον πατέρα μου που ναι μοναχός του.
Πήγαινε παιδί και πάρε και αυτά. 3 μπολ γεμάτα με τα καλούδια που φτιάξανε σήμερα.
Δε μπορώ να τα πάρω κυρά Αγγελική είναι πολλά.
Βρε πάρτα μην σου βάλει κι άλλα λέει ο Νικολέτος. Όλοι γελούν.
Εντάξει θα τα πάρω θα σας φέρω και τα μπολ αύριο.
Οπότε μπορέσεις φέρτα αγόρι μου δεν χανόμαστε κάποια στιγμή θα βρεθούμε.
Ήρθε το βράδυ ο Νικολέτος ζήτησε από την Γιασεμή να μείνει σπίτι του. Δέχτηκε μετά από πόση ώρα πίεση. Θα κοιμόντουσαν στο διπλό κρεβάτι που είχε στο δωμάτιο του ο Νικολέτος. Ξάπλωσαν λοιπόν έντεκα παρά. Η Γιασεμή έκανε πως κοιμάται. Έτσι ο Νικολέτος δεν μπόρεσε να της πει αυτά που ήθελε.

Καλησπέρα σε όλους και σε όλες ελπίζω να είστε όλοι καλά. Περιμένω τις εντυπώσεις σας για το δεύτερο κεφάλαιο. Αυτά ciao.😘👋

Οινούσσες Where stories live. Discover now