Κεφάλαιο 44

43 11 0
                                    

Μου κόβεται η ανάσα, η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα και είμαι πεπεισμένη ότι ανά πάσα στιγμή θα ξυπνήσω. Θα ανοίξω τα μάτια μου και αυτό -απολύτως τα πάντα- θα είναι ένας εφιάλτης.

Τα δάκρυα καίνε στο βάθος των ματιών μου και δεν μπορώ - θέλω - να το πιστέψω. Δεν μπορώ - δεν θέλω - να δεχτώ αυτό που μόλις άκουσαν τα αυτιά μου.

Η δυσπιστία με κάνει να κουνάω το κεφάλι μου μανιωδώς και νιώθω να βρίσκομαι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Στα όρια της τρέλας γιατί ο εγκέφαλός μου δεν μπορεί να επεξεργαστεί αυτό που μόλις είπε ο Άαρον.

«Δεν είναι αλήθεια», λέω, με τη φωνή μου σπασμένη από τα συναισθήματα και μερικά προδοτικά δάκρυα μου ξεφεύγουν.

«Πάντα τόσο αθώα». Ο γλυκός, τρυφερός τόνος που χρησιμοποιεί ο δαίμονας κάνει το στομάχι μου να ανακατεύεται. «Δεν το αντιλαμβάνεσαι; Όλα, από την αρχή, ήταν ψέματα». Το χαμόγελό του πλαταίνει καθώς προχωρά προς την κατεύθυνση μου.

Αν και τα πόδια του κινούνται, δεν αγγίζει το έδαφος. Είναι σχεδόν σαν να επιπλέει. Σαν να περπατούσε στον αέρα.

Οι κοκκινισμένες φλέβες, σαν να ήταν ποτάμια από μάγμα, βάφουν τα μπράτσα του και τα χέρια του —μαύρα σαν κάρβουνο— σχεδόν λάμπουν εξαιτίας τους. Τα μάτια του – παλαιότερα ανοιχτόχρωμα, σαν μελί – είναι τώρα μια καταιγίδα από κεχριμπαρένιες, λευκές και γκρι αποχρώσεις. Ακριβώς όπως αυτά του πλάσματος που αναστάτωσαν τον χώρο στον οποίο επικοινωνούσα με τη Ντέμπορα.

Η διαπίστωση αυτού του γεγονότος πέφτει πάνω μου σαν κουβάς με παγωμένο νερό και το κλάμα αυξάνεται λίγο περισσότερο.

«Όχι...» λέω, μόνο και μόνο επειδή δεν θέλω να το δεχτώ. Γιατί όλα μέσα μου αρνούνται να πιστέψουν ότι ο Άαρον δεν υπήρξε ποτέ.

«Θυμάσαι εκείνη την εποχή που σε πήραν οι φανατικοί θρησκευόμενοι;» προφέρει, ενώ αφιερώνει χρόνο για να συντομεύσει την απόσταση που μας χωρίζει. «Εγώ ήμουν αυτός που τους ενημέρωσα που βρίσκεσαι».

«Δεν είναι αλήθεια...»

«Θυμάσαι πώς σε άφησα στο έλεος του άχρηστου θνητού που σε κάλεσε σε μία καφετέρια για να σε απαγάγει; Ήταν απλώς για να έχω άλλοθι». Το χαμόγελό του πλαταίνει. «Να σε βρω αφότου έφυγες από το καταφύγιο του Ντανιάλ για να δραπετεύσεις στο σπίτι της φίλης σου Έμιλυ; Ήταν δική μου δουλειά. Σχεδίαζα να σε σκοτώσω εκείνο το απόγευμα στο διαμέρισμα της θείας σου, ξέρεις;» Σταματά όταν είναι αρκετά κοντά που πρέπει να σηκώσω το βλέμμα μου για να τον αντιμετωπίσω.

Τρικυμία (Wings #3)Where stories live. Discover now