Κεφάλαιο 1

26K 941 15
                                    

Η μαύρη Mercedes-Benz CLA 200 κυλάει τις ρόδες της στην άσφαλτο της Εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας με προορισμό τον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος στη Νέα Κηφισιά. Απόλυτη σιγή έχει καλύψει την ατμόσφαιρα με κανέναν από την οικογένεια μου να μην λέει τίποτα, από τον αδερφό μου τον Μιχάλη όπου οδηγεί, στον πατέρα μου όπου στέκεται αφηρημένος και κουρασμένος ως συνοδηγός έως την μητέρα μου η οποία μου κρατάει το χέρι σφιχτά προσφέροντας μου λίγη δύναμη, ώστε να αντέξω όλο αυτό το φιάσκο.

Βρίσκομαι μέσα σε ένα κατάλευκο νυφικό, κεντημένο και ραμμένο στο χέρι ειδικά για εμένα την σε λίγα λεπτά νύφη του Θεόδωρου Αποστόλου Έλληνα επιχειρηματία και ιδιοκτήτη αμέτρητων ξενοδοχειακών μονάδων σε όλη την χώρα. Είναι πανέμορφο, δεν το αρνούμαι. Δένει υπέροχα γύρω από το σώμα μου τονίζοντας άψογα θα έλεγα τις καμπύλες μου τις οποίες ποτέ μου δεν αγάπησα γιατί ήταν ευδιάκριτες από πάντα, δημιουργώντας μου ένα κόμπλεξ για το κορμί μου. Οι παχιές του τιράντες είναι δαντελωτές, αγκαλιάζοντας ευγενικά και υπέροχα του κατάλευκους ώμους μου ενώ από την πίσω πλευρά, έτσι όπως κατεβαίνει σιγά, σιγά η πλάτη ανοίγει έως και στο τέλος της μέσης μου αφήνοντας την σε ακάλυπτη θέα. Τα μαλλιά μου ψηλά πιασμένα, μην αφήνοντας ούτε μια τρίχα να πετάξει αφού είναι τόσο καλά χτενισμένα και φτιαγμένα με το δαντελένιο πέπλο να είναι τοποθετημένο στην αρχή του διακριτικού κότσου μου.

Παίζω νευρικά με τα δάχτυλα μου τραβώντας τον δείκτη του δεξιού μου χεριού προς την άκρη, δημιουργώντας ένα κοκκίνισμα γύρω του. Δεν αγχώνομαι επειδή παντρεύομαι, αγχώνομαι γιατί παντρεύομαι! Όταν κάνεις κάτι που δεν θέλεις, όταν αναγκάζεσαι να παρατήσεις αυτόν που πραγματικά αγαπάς και δεν μπορείς να ουρλιάξεις για την σωτηρία σου είσαι έτοιμος να εκραγείς όμως ούτε αυτό γίνεται, γιατί ο αντίπαλος σε κρατάει στο χέρι και απειλή. Έτσι, σωπαίνεις.

Το ακριβό όχημα σταματάει έξω από τον Ναό, με τους υπόλοιπους τρεις να κατεβαίνουν. Ο πατέρας μου κουμπώνει το μαύρο σακάκι του κουστουμιού του και πλησιάζει την πίσω πόρτα του οχήματος ανοίγοντας μου την. Προσφέρει το χέρι του και εγώ του δίνω το δικό μου, κατεβαίνω σιγά, σιγά ενώ η μητέρα μου από πίσω με τις φίλες μου αλλά και παράνυφες του γάμου Ερμιόνη και Αλεξάνδρα να φτιάχνουν και να απλώνουν την ουρά του νυφικού μου. Εισπνέω βαθιά κοιτώντας από μια κάπως μακρινή απόσταση τον κόσμο που έχει μαζευτεί στον Ναό, ενώ κοιτώ τον πατέρα μου ο οποίος μου δίνει μια καθησυχαστική ματιά η οποία δεν πιάνει, χάνεται μόλις κάνουμε το πρώτο μας βήμα. Μέσα σε κάτι θάμνους τον διακρίνω κρυμμένο να με παρατηρεί, το κάνει ακόμη πιο δύσκολο κάνοντας τα μάτια μου να δακρύσουν για άλλη μια φορά σήμερα. Προσπαθώ να με καλμάρω, αλλά είμαι σίγουρη πως η ταραχή μου θα φαίνεται. Παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου ταυτόχρονα, τον αδερφό μου να ακολουθεί το βλέμμα μου και να εντοπίζει τον Αλέξη κρυμμένο μέσα στους θάμνους, κατευθείαν σχηματίζει μια ευθεία γραμμή στα χείλια του και κάτι ψιθυρίζει στο αυτί της μητέρας μου καθόσον εμείς περπατάμε με προορισμό τον Ναό, αντίθετα με αυτόν που οδηγείται προς τους θάμνους.

Once upon a timeWhere stories live. Discover now