1. Νεφέλη

49 4 0
                                    

                Φύσαγε. Φύσαγε ένας άνεμος δυνατός. Δυνατός και ανεξάρτητος. Τα πεσμένα φύλλα των δέντρων σχημάτιζαν κυκλώνες. Κυκλώνες από σαπισμένα σώματα. Ετοιμοθάνατους. Ή μάλλον ήδη νεκρούς. Εκείνη συνήθιζε να χορεύει τους κυκλικούς χορούς της στο κέντρο αυτών των κυκλώνων. Μια τέλεια αντίθεση, η ζωή να χορεύει και να γελά ανάμεσα στους νεκρούς. Τα χέρια της, κατάλευκα και λεπτεπίλεπτα, άγγιζαν απαλά τους νεκρούς, σαν αποχαιρετιστήριο χάδι. Το γέλιο της αντηχούσε μακρινό στ' αυτιά μου, λες και προερχόταν από κάποιο ξέχωρο κόσμο. Χόρευε ανάλαφρα, σαν νεφέλη, στο κέντρο του πάρκου, δίχως να την απασχολούν τα παραξενεμένα βλέμματα των περαστικών. Τα μαλλιά της ακολουθούσαν ανέμελα τις περιστροφικές της κινήσεις, και το μάτι σου χανόταν ανάμεσα στις φλογισμένες της μπούκλες.

                Μια νεφέλη, ένα όνειρο ήταν. Και τα μάτια της λιωμένο κεχριμπάρι. Που κυλάει καυτό πάνω στο σώμα σου και σε τυραννάει. Τέτοιο ήταν το βλέμμα της, καθηλωτικό και τυραννικό. Σε έκανε να αναρωτιέσαι ποια σκέψη να απασχολεί τον όμορφο νου της. Η απορία να σε ταλανίζει και το βλέμμα της, όλο μυστήριο, να δεσπόζει στο μυαλό σου.

                Κάθε νύχτα ονειρευόμουν την ίδια εικόνα. Αυτή τη νεφέλη, αυτή την βασανιστικά υπέροχη νεφέλη. Την έβλεπα και στον ξύπνιο μου και δυσπιστούσα ολοένα και περισσότερο. Μα δεν μπορούσε αυτό το ονειρικό πλάσμα να υπάρχει στην πραγματικότητα. Κι αν υπάρχει όντως, πώς και δεν κατάφερε η αγριότητα του κόσμου να συνθλίψει την ακεραιότητά της; Εκείνη παραμένει μοναδική, αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο. Μια αιθέρια ύπαρξη, μια πλάνη, μια πλάνη πανέμορφη, από αυτές που παρακαλάς να έρθουν να σε βρουν και γραπώνεσαι με νύχια και με δόντια από πάνω τους, για να αντέξεις το βάρος του κόσμου.

               Ο χορός της σε ζάλιζε και το άρωμά της σε μεθούσε σαν γλυκό κρασί. Κι όταν τραγουδούσε, η φωνή της, μελωδική, γαλήνευε σιγά σιγά την ψυχή σου. Το γέλιο της ήταν σαν καλωσόρισμα στον παράδεισο. Την έβλεπα κάθε Παρασκευή μεσημέρι, την ίδια ώρα, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Ήταν το ομορφότερο θέαμα. Και διαρκούσε λίγο. Μόλις έδυε ο ήλιος χανόταν... Η Παρασκευή ήταν η μοναδική μέρα που εμφανιζόταν στο πάρκο. Αναρωτιόμουν τι να έκανε τις υπόλοιπες μέρες. Γιατί μόνο μια μέρα; Δεν πειράζει όμως. Οι Παρασκευές αποκτούσαν ξεχωριστή αξία.

               Ήθελα να της μιλήσω, να μάθω το όνομά της. Όμως ποτέ δεν το έκανα. Εναντιωνόμουν στην επιθυμία μου να την γνωρίσω. Ίσως γιατί ακολουθούσα την άλλη αβάσταχτη επιθυμία μου: να διατηρηθεί το μυστήριο, η μαγεία. Την παρατηρούσα μονάχα. Σιωπηλά. Μερικές φορές ένα αχνό χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη μου. Ποτέ δεν κατάλαβε ότι την παρακολουθούσα κάθε Παρασκευή να χορεύει ανάμεσα στους κυκλώνες των πεσμένων φύλλων, να περπατάει αργά αργά πάνω στην ξύλινη γέφυρα του πάρκου, βυθίζοντας το βλέμμα της στα γαλανά νερά της λίμνης κάτω από τη γέφυρα. Ύστερα έτρεχε στα στενά, χωμάτινα μονοπάτια και κρυβόταν γελώντας πίσω από τις λεύκες, λες και την κυνηγούσε κάποιο παιχνιδιάρικο, μικρό ξωτικό. Ξεπρόβαλλε απ' τα μονοπάτια στεφανωμένη με άνθη. Το πρόσωπό της έλαμπε καθάριο και αγνό. Σαν πρόσωπο αγγέλου. Είχα καταλήξει με σιγουριά πως ήταν ένας άγγελος. Οπωσδήποτε, έπρεπε να είναι ένας άγγελος.

Τα τραγούδια του ανέμουWhere stories live. Discover now