ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 13 ΜΑΡΤΙΟΥ 1964
ΣΕΡΡΕΣΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ της 13ης του Μάρτη του 1964 βρήκε χιονισμένη τη μικρή πόλη των Σερρών, καθώς το χιόνι ειχε αρχίσει να πέφτει λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Το κρύο περόνιαζε όποιον έβρισκε στα διάβα του, χωρίς να κάνει εξαίρεση σε τίποτε και σε κανέναν. Οι σόμπες με κάρβουνο, ξύλα ή πετρέλαιο-για όσους άντεχε η τσέπη τους- έκαιγαν ολημερίς στα φτωχικά των κατοίκων, που κουκουλωμένοι απο νωρίς στα κρεβάτια τους ευχαριστούσαν το Θεό που είχαν ενα κεραμίδι πάνω από τα κεφάλια τους να τους προστατέψει. Πρόσφυγες οι περισσότεροι, προσπαθούσαν κουτσά στραβά να επιβιώσουν. Όμορφη και εύφορη η κοιλάδα των Σερρών, πνιγμένη στο πράσινο, μ' έναν τεράστιο ποταμό να τη διασχίζει, τον Στρυμόνα, είχε μπει απο αρχαιοτάτων χρόνων στο μάτι των ξένων. Ως πρώτη κάτοικοι αναφέρονται οι Θράκες και μετά την άλωση της Τροίας ο τόπος κατοικήθηκε από παιονικά φύλα. Ένα απο αυτά, οι Σιροπαίονες, κάτοικοι των Τεύκτρων της Φρυγίας, μετανάστευσαν στην περιοχών γύρω από τον Στρυμόνα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει την πόλη ως Σίρια η Παιονική και ιστορεί ότι εκεί άφησε ο βασιλιάς Ξέρξης το χρυσό άρμα του κατά την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας το 480 π.Χ. Η περιοχή γνώρισε αλλεπάλληλες επίθεσης στην πορεία των χρόνων από διαφορετικούς λαούς, όπως Πέρσες, Ρωμαίους, Βυζαντινούς,Βουλγάρους, Σέρβους, Φράγκους, Νορμανδούς, Τούρκους και, τέλος, πάλι Βουλγάρους, μέχρι την τελική απελευθέρωση της πόλης των Σερρών το 1913, τότε που την έκαψαν για πολλοστή φορά. Όμως η πόλη ξαναγεννιόταν μέσα απο τις στάχτες της και ανθούσε ξανά. Οι Μακεδόνες δεν το βάζουν κάτω εύκολα. Μαθημένοι στα δύσκολα, τα άντεξαν όλα. Με χαμόγελο, με πίστη, με θάρρος. Δυόμισι χιλιάδων χρόνων ιστορία δεν χαρίζεται έτσι απλά. Οι Σέρρες άντεξαν τα πάνδεινα, όμως η ελληνική σημαία εκεί πάνω στα βυζαντινά ερείπια του κάστρου του Κουλά δήλωνε ξεκάθαρα πως αυτά τα εδάφη ήταν και παρέμεναν ελληνικά. Και ας ήταν οι κάτοχοι φτωχοί.
Η Αριστέα Κασιμάτου όμως θεωρούσε τον εαυτό της τυχερό. Είχε κατορθώσει παρ'όλες τις δυσκολίες να τελειώσει το σχολείο και να φοιτήσει σε μια σχολή αδελφών νοσοκόμων στην Θεσσαλονίκη. Μόλις πήρε το δίπλωμα της, προσλήφθηκε στο Νοσοκομείο Σερρών, και από τότε, δώδεκα χρόνια τώρα, βρέξει χιονίσει, καλή ώρα όπως τούτη την νύχτα, ο μισθός έμπαινε στην τσέπη της και το φαγητό και τα κάρβουνα δεν έλειπαν πότε απο το σπιτικό τους.
Έμενε με την μάνα της την Παγώνα λίγο πιο έξω απο την πόλη, στα Ασβεσταριά, κοντά στον Αϊ-Γιάννη, μια περιοχή γεμάτη γάργαρα νερά και πλατάνια. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε μπαξέδες και χωράφια, είχε χτίσει ο πατέρας ένα σπιτάκι τόσο δα στο οικοπεδάκι πο του'χε δώσει προίκα η Παγώνα, που ήταν κωφάλαλη. Γιαυτό και ο δικός της πατέρας την είχε προικίσει περισσότερο από την άλλη του κόρη, που δεν πήρε σχεδόν τίποτε. Ποίος θα έπαιρνε μια κωφάλαλη; Ο Δημητρός όμως, που δεν είχε δεύτερο βρακί να φορέσει, την πήρε και έκανε το σταυρό του που απέκτησε δικό του σπίτι. Εργάτης στις γαλαρίες, χωμένος μέσα στην γη να βγάζει το κάρβουνο, πεντάρφανος και πρόσφυγας από τον Εύξεινο Πόντο, δεν είχε περιθώριο για καλύτερο προξενιό. Αλλά τελικά την αγάπησε την γυναίκα του, που μπορεί να μη μιλούσε ούτε να άκουγε, αλλά τα καταλάβαινε όλα, και ήταν νοικοκυρά κια προκομμένη. Και στο τέλος μακάριζε την τύχη του, όταν έβλεπε τους φίλους του στο καφενέ να παραπονιούνται για την γκρίνια και την κρεβατομουρμούρα των γυναικών τους.
Απέκτησαν μια κόρη, την Αριστέα, και είπαν να αφήσουν το δεύτερο παιδί γι'αργότερα.
Τα λεφτά δεν έφταναν και η ζωή ήταν δύσκολη. Ίσα που είχανε να φάνε, να ντυθούν και να ζεσταθούν. Κι όλο το αναβάλανε, μέχρι που η Αριστέα έγινε έντεκα χρονών. Ήταν μια άσχημη χρόνια για την οικογένεια. Εκείνη την μέρα τα στηρίγματα στην γαλαρία δεν άντεξαν το βάρος και έσπασαν, καταπλακώνοντας στα σπλάχνα της γης οχτώ εργάτες. Ανάμεσα τους και τον πατέρα της Αριστέας.
Πήραν μια αποζημίωση, βγήκε και μια σύνταξη για τη χήρα και το ορφανό, όμως τι να το κάνεις; Ο πατέρας είχε χαθεί για πάντα. Το τραγικό γεγονός ένωσε ακόμη περισσότερο της δύο γυναίκες και τις απομόνωσε απο τους ανθρώπους. Τώρα πια κατέβαιναν στην πόλη με το λεωφορείο πολύ σπάνια, και αυτό κυρίως όταν ήθελαν να αγοράσουν τρόφιμα. Η Αριστέα, που αγαπούσε τα γράμματα, δε θέλησε να σταματήσει το σχολείο. Αν κατόρθωνε να πάρει κάποιο πτυχίο, τότε θα έμπαινε ένα ακόμη εισόδημα στο σπίτι τους εκτός απο την σύνταξη του συνχωρεμένου. Συμφώνησε και η μάνα. Παξιμάδι θα έκανε το σκατό της, αλλά η κόρη της θα σπούδαζε νοσοκόμα. Αυτό της άρεσε και αυτό θα έκανε. Ύστερα η Αριστέα δεν είχε αυτό που λέμε εμφάνιση ούτε ήταν ιδιαίτερα κοινωνική. Από μωρό παιδί έτσι ήταν. Ασχημούλα και κρυμμένη πίσω απο τα φουστάνια της Παγώνας. Αν δεν αγαπούσε τόσο πολύ τα γράμματα, μπορεί και να μην έβγαινε έξω από το σπίτι. Κι όσο μεγάλωνε τόσο πιο πολύ ασχήμαινε.
Και η ίδια το γνώριζε. Χαζή δεν ήταν, άσχημη όμως ναι. Ίσως γι' αυτό να έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα. Γι' αυτό όταν πήρε το πτυχίο της ένιωσε περήφανη για τον εαυτό της. Ήταν απο της σπάνιες φορές που χαμογέλασε. Και η πρώτη φορά που της φάνηκε όμορφο το είδωλό της στον καθρέφτη. Έκανε την αίτησή της στο Νοσοκομείο Σερρών και προσελήφθη σχεδόν αμέσως. Βέβαια, προτιμήθηκε από άλλες ενδιαφερόμενες, διότι, πρώτον, ήταν κάτοικος της πόλης, δεύτερον, είχε αριστεύσει στην σχολή της και , τρίτον, ήταν ορφανή και με μητέρα κωφάλαλη.
Δώδεκα χρόνια από εκείνη την μέρα δεν υπήρξε ούτε μία φορά που να απουσίασε από την δουλειά της.
Κατακλυσμός να γινόταν, η Δευτέρα Παρουσία που λένε, η Αριστέα θα βρισκόταν εκεί. Ήταν γερό σκαρί.
Δεν αρρώσταινε σχεδόν ποτέ. Και αν της συνέβη μια δυο φορές, το αντιμετώπισε αμέσως μετά τις ιατρικές της γνώσεις. Γιατί η Αριστέα από την πρώτη μέρα στο νοσοκομείο στιγμή δε σταμάτησε τη μελέτη γύρω από την ιατρική. Και συνεχώς μάθαινε περισσότερα. Θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει μια πετυχημένη γιατρός αν είχε ακολουθήσει τον ιατρικό κλάδο. Πολλές φορές άφηνε άναυδους πολλούς συναδέλφους της με τις γνώσεις της. Όταν είχε βάρδια η Αριστέα Κασιμάτου, δεν υπήρχε περίπτωση να πάει κάτι στραβά. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα τα κατάφερνε. Γιατί κάποιες βραδιές δεν υπήρχε εφημερεύων γιατρός στο νοσοκομείο.
Τα τελευταία τρία χρόνια είχε αγοράσει ένα μεταχειρισμένο Φολκσβάγκεν αυτοκίνητο κι έτσι είχε γλιτώσει τα πηγαινέλα με το λεωφορείο. Θα μπορούσαν βέβαια να μετακομίσουν με τη μάνα της πιο κοντά στην πόλη, όμως η Παγώνα δεν ήθελε ούτε να τ'ακούσει - τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί η Παγώνα δεν άκουγε ούτε κανόνια στο αυτί της.
Αγαπούσε το μικρό σπιτάκι της, με την αυλίτσα της, τις κοτούλες της, τον πετεινό της, τις τρεις γάτες της, το σκύλο της, την ησυχία της ανάμεσα στα ψηλόκορμα δέντρα° και μπορεί να μην άκουγε ούτε κανόνι, όμως οι πολλοί άνθρωποι την τρόμαζαν και την θορυβούσαν. Οι βιαστικές κινήσεις τους, τα κουνήματα των χεριών τους, οι περπατησιές τους.
Ήρεμη η ίδια από μωρό και χρόνια τώρα στην ερημιά, ζούσε στο δικό της γαλήνιο κόσμο. Και η κόρη της το είχε αποδεχτεί. Εξάλλου, και η ίδια είχε μάθει να ζει σε μια βουβή περιοχή, ένα βουβό σπίτι, όπου οι μόνες φωνές που ακουγόταν ήταν εκείνες των ζώων της αυλής τους και των πουλιών που τιτίβιζαν στα κλωνιά των δέντρων.
Η ώρα πλησίαζε πέντε, όταν η Αριστέα ξύπνησε πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Σχεδόν πάντα σηκωνόταν πριν ακούσει τον ήχο του και στην ουσία τής ήταν άχρηστο. Όμως εκείνη φρόντιζε να το βάζει κι ας μην το είχε χρειαστεί ποτέ. Άπλωσε το χέρι της και πάτησε το μεταλλικό έλασμα του ρολογιού για να μην κουδουνίσει. Αμέσως σηκώθηκε από το κρεβάτι χωρίς να δυσανασχετήσει. Η σόμπα σε μια γωνία είχε σβήσει και η Αριστέα έτριψε για λίγο τα χέρια της πάνω στο μακρύ μάλλινο νυχτικό της. Προχώρησε προς την ανοιχτή πόρτα, που ήταν ενδιάμεση με το άλλο δωμάτιο, και έριξε μια ματιά. Το λιγοστό φως από το καντηλάκι, μπροστά σ' ένα εικόνισμα της Παναγίας με τον Χριστό, ήταν αρκετό για να βλέπει. Η μάνα της κοιμόταν όπως πάντα του καλού καιρού, ροχαλίζοντας ελαφρά. Η Αριστέα χαμογελάσε αχνά και μετά πήγε στη σιδερένια σόμπα και τη γέμισε με κάρβουνα κάνοντας δυνατούς θορύβους. Όμως δεν την έμελλε° η μάνα της έτσι και αλλιώς δεν επρόκειτο να την ακούσει. Έπειτα έβαλε και ένα προσάναμμα και άναψε το σπίρτο. Σε λίγο το δωμάτιο θα άρχιζε να θερμαίνεται° και όταν θα ξυπνούσε η κυρά-Παγώνα γύρω στις εφτά, θα το έβρισκε ζεστό.
Έριξε μια ματιά από το παράθυρο. Το χιόνι έπεφτε χοντρό χοντρό, όχι όμως πυκνό. Κάτω το είχε στρώσει γύρω στους δέκα πόντους. Δεν είχε πρόβλημα να πάει στην δουλειά της. Αλλά και να είχε, εκείνη θα πήγαινε. Έστω και με τα πόδια. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Το μπάνιο του σπιτιού δε συνδεόταν με το υπόλοιπο σπίτι. Ήταν ξεχωριστό, δίπλα μεν, έξω δε. Το καλοκαίρι δεν υπήρχε πρόβλημα, όμως τον χειμώνα, ιδίως με τέτοιο καιρό, ήταν λιγάκι ταλαιπωρία, ακόμη και για την ίδια, που άντεχε τα δύσκολα. Αλλά πολύ περισσότερο για τη μάνα της, που είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Όλο έλεγε ότι θα γκρεμίσει τον ενδιάμεσο τοίχο, όμως εκεί ήταν η κουζίνα τους, και όλο το ανέβαλλε.
Άναψε το φως και έκλεισε γρήγορα πίσω της την πόρτα. Αμέσως άνοιξε τη βρύση και άρχισε να πλένει το πρόσωπό της. Το νερό ήταν τόσο παγωμένο, που ένιωσε μικρές βελονίτσες να την τρυπάνε. Σκουπίστηκε καλά με μια πετσέτα και κοιτάχτηκε στον κρεμαστό καθρέφτη με τις ασημένιες φούντες στα πλαϊνά και τα χαραγμένα φυλλαράκια δάφνης στις γωνίες. Το χοντροκομμένο, σταράτο πρόσωπό της της ανταπέδωσε ένα βλέμμα αδιάφορα. Σίγουρα αυτό που έβλεπε δεν ήταν αυτό που θα προτιμούσε. Μεγάλα σκούρα κάστανα μάτια που στις άκρες τους έγερναν ελαφρά προς τα κάτω, δίνοντας της μια θλιμμένη έκφραση. Χοντρή πλατιά μύτη, στενά μικρά χείλη, λιπαρή επιδερμίδα γεμάτη πόρους και μαλλιά κατσαρά, όμοια με μαύρες αλογότριχες, που την ανάγκαζαν να τα μαζεύει πάντα πίσω σ' ένα σφιχτό κότσο.
Το βλέμμα της κατέβηκε από το κεφάλι προς το σώμα της, με ελάχιστο ίχνος λαιμού - ένα σώμα τετραγωνισμένο, χωρίς μέση, χωρίς στήθος που κατέληγε σε χοντρές, μυώδεις γάμπες. Δεν ήταν αυτό που λέμε θηλυκό κορμί, όμως ήταν υγιές, γεροδεμένο και ακούραστο.
Η Αριστέα πλησίαζε τα τριάντα τρία και ήταν ανύπαντρη και παρθένα. Μόνο ένα φιλί είχε ανταλλάξει σ'όλη της την ζωή με άντρα, κι αυτό όταν ήταν δέκα χρονών, με ένα συμμαθητή της, τον Τάσο, που καθόταν στο διπλανό θρανίο και της είχε δείξει ενδιαφέρον. Μέχρι που μπήκε ανάμεσα τους η Ροδούλα, μια νεόφερτη ξανθιά με γαλάζια μάτια.
Ο Τάσος από την πρώτη μέρα έριξε όλο το ενδιαφέρον του στην καινούρια σημαθήτριά τους, που είχε και μπαμπά χωροφύλακα. Η Αριστέα στενοχωρέθηκε πολύ, αλλά δε το έδειξε λεπτό. Ο Τάσος ήταν ο μόνος συμμαθητής της με τον οποίο έκανε παρέα. Τώρα με τη Ροδούλα τον είχε χάσει για τα καλά. Απομονώθηκε ακόμη περισσότερο και κλείστηκε στον εαυτό της. Όμως δεν έκλαψε. Όσο θυμόταν τον εαυτό της, δεν είχε κλάψει ποτέ, εκτός βέβαια τότε που ήταν μωρό στην κούνια. Απορούσε με το πόσο εύκολα έκλαιγαν τα άλλα παιδιά με το παραμικρό. Κυρίως τα κορίτσια. Όσο και αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να το καταλάβει. Ούτε τότε ούτε τώρα.
ESTÁS LEYENDO
Το Φιλί Του Δράκου
De TodoΣτις 13 Μαρτίου 1964 μια ετοιμόγεννη δεκαεξάχρονη κοπέλα φτάνει μόνη στο Νοσοκομείο Σερρών με αιμορραγία. Ξεψυχά άφου πρώτα γέννα ενα κοριτσάκι. Τρεις μέρες μετά το βρέφος εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Οι έρευνες της Χωροφυλακής παραμένουν άκαρπες και ο...