Καθόσουν στο παγκάκι,εκεί καθόμασταν όταν ανάψαμε τις καρδιές μας με ένα φιλί.Σε παρατηρούσα από το παράθυρο του διαμερίσματος,ένας καυγάς ήταν διάολε,γιατί έφυγες; Φόρεσα μία ζακέτα,δική σου πρέπει να ήταν.Με μαστούρωσε η κολόνια σου. Βούτηξα τα κλειδιά από το τραπέζι και τα βύθισα στις μεγάλες τσέπες.Άνοιξα την πόρτα και βγήκα κλείνοντας την με δύναμη.Ακούστηκε μια βροντή,μαλακίες.Έτρεξα έξω,σε σένα.Εκεί που καθόσουν.
"Κάνει κρύο,ανέβα πάνω." με πρόσταξες,δεν γουστάρω διαταγές ούτε προσταγές από κανέναν.
"Δεν γουστάρω να με διατάζουν.Ούτε να σηκώνεσαι να φεύγεις γουστάρω.Δεν μπορείς να συζητήσεις μαζί μου;" σε ρώτησα σπρώχνοντας σε,σαν να ήμουν ο νταής που ήθελε να σου πάρει το χαρτζιλίκι.
"Τι πρόβλημα έχεις με τις "κακές" συνήθειες μου; Ήξερες ότι καπνίζω,τώρα τι σε πειράζει; και το κάνεις και θέμα;" απάντησες,λες και ήσουν σκύλος έτοιμος να με δαγκώσει.Άναψες τον καρκίνο και τον ρούφηξες με απόλαυση.Νιώθω ότι μιλάω σε ντουβάρι.
"Δεν είσαι πλέον παιδάκι.Σου κάνει κακό,σε καταστρέφει." δεν κατάλαβα πώς σου φώναζα.Σου βούτηξα το τσιγάρο και το πέταξα στον δρόμο.Με αγριοκοίταξες. "Μην με κοιτάς εμένα έτσι Γιώργο.Είσαι εθισμένος σε αυτό." πρόσθεσα δείχνοντας του το πακέτο των τσιγάρων.
"Μάλλον δεν έχεις καταλάβει ότι εσύ είσαι η καταστροφή μου.Σε σένα είμαι εθισμένος μικρή,γάμα τα τσιγάρα." μου απάντησες,κάρφωσες το βλέμμα σου στο δικό μου και εκεί τελείωσαν όλα