κεφάλαιο 20

649 49 11
                                        

"Γιώργο;"

Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά μέσα στο στήθος μου όταν τα δύο του μάτια πέφτουν πάνω μου. Ξαφνικά ο κόσμος σταματάει γύρω μου και μένω μόνο εγώ κι αυτός, ακίνητοι να κοιταζόμαστε και οι λέξεις να μην βγαίνουν. Πισοπατώ σε μία προσπάθεια να αποφύγω τα μάτια του και τα συναισθήματα που τα διαπερνούν, πόνος, αμφιβολίες, μίσος, αγάπη όλα ανακατεμένα σε μία στιγμή.

Γυρνάω και τρέχω προσπαθώντας να αποφύγω την μεγαλύτερη αμηχανία που ένιωσα ποτέ στην ζωή μου. Τι λέει ένας άνθρωπος σε έναν άλλο όταν έχουν συμβεί τόσα; Φτάνω στις σκάλες και ανεβαίνω πάνω στα δωμάτια.

Και φυσικά γυρίζω και τον βλέπω από πίσω μου να με κοιτάζει και μπορώ να διακρίνω την απογοήτευση. Με πιάνει από τον καρπό μου

"Πρέπει να μιλήσουμε επιτέλους" σχεδόν φωνάζει στο αυτί μου

"Δεν έχουμε να πούμε τίποτα." ξεκαθαρίζω.

"Έχω εγώ πολλά να πω και για τους δυο μας"

"Όπως και να 'χει εγώ δεν θέλω να σ'ακούσω"

"Δεν περίμενα κάτι παραπάνω από εσένα. Μ'αφησες και ούτε γύρισες ποτέ να κοιτάξεις πίσω "

"Α, ρίξε μου και το φταίξιμο! Ήξερες ότι δεν είχα άλλη επιλογή! Ενώ εσύ τουλάχιστον μπορούσες να με πάρεις ένα τηλέφωνο!"

"Εσύ μου είχες ξεκαθαρίσει ότι δεν ήθελες να επικοινωνήσεις μαζί μου!"

"Δεν μπορούσα να σου πω τίποτα άλλο! Ήμουν σε αδιέξοδο!"

"Άμα ήθελες θα έβρισκες τον τρόπο."

"Αυτή η συζητη-"

Δεν προλαβαίνω να πω αυτό που θέλω γιατί με κόβει, κολλώντας τα χείλη του πάνω στα δικά μου και τραβώντας το κορμί μου για να ενωθεί με το δικό του. Σκέφτομαι την κοπέλα που τον είχα δει στο supermarket εκείνη την ημέρα και για άλλη μία φορά συνειδητοποιώ ότι πια δεν μου ανήκει.

Νιώθω σαν ναρκομανής που πρέπει να πάρει την δόση του και συχαίνομαι τον εαυτό μου γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να τον φιλάω, δεν μπορώ να τον αφήσω όμως έτσι πρέπει να γίνει.

Τραβιέμαι μακριά του και παρόλο που πρέπει να επιστρατεύσω όλες μου τις δυνάμεις, του αφήνω ένα δυνατό χαστούκι στο μάγουλο

"ΜΕΙΝΕ ΜΑΚΡΙΑ ΜΟΥ." του φωνάζω ενώ ταυτόχρονα η καρδιά μου σπάει και το είναι μου καταστρέφεται. Χωρίς να κοιτάξω πίσω κάνω αυτό που έκανα πάντα και τρέχω μακριά.


Την επόμενη μέρα ξυπνάω με έναν τρομερό πονοκέφαλο και νιώθω την μικρή μου δίπλα μου να αναδεύεται. Το πως δεν ξύπνησε από τους θορύβους της χθεσινής νύχτας είναι αξιοθαύμαστο.

Κατεβαίνω κάτω για πρωινό και βλέπω τον Θάνο ,την Μαριτίνα,την Εύα και την Αγγελική να κάθονται ήδη στο τραπέζι και να πίνουν τον καφέ τους.

"Καλήμερα " λέει η Αγγελική ,"Πως κοιμήθηκες ;"

"Έχω κοιμηθεί και καλύτερα ..."λέω βάζω ένα φλιτζάνι καφέ και τραβάω μια καρεκλά να κάτσω .

"O Σταύρος τι έκανε τελικά μετά το πάρτι ;Που είναι τώρα;" Ρωτάω.

"Στο σαλόνι ,κοιμάται ακόμη " Απαντάει η Εύα .

"Και...έχετε κανονίσει τίποτα για σήμερα;" Ξαναρωτάω.

"Λέμε να πάμε κάπου να φάμε το μεσημέρι ,ετοίμασε τη μικρή και ελάτε και εσείς "

"Δεν θα ήταν και άσχημη ιδέα ." λέω και ανεβαίνω πάνω να ξυπνήσω και να ετοιμάσω τη μικρή .

Δυο ώρες αργότερα βρισκόμαστε μέσα στο Jeep των παιδιών ,ο ένας πάνω στον άλλον και πάμε στο εστιατόριο. Πιάνουμε ένα τραπέζι για οχτώ και απορώ γιατί είμαστε μόνο έξι.

"Γιατί οχτώ θέσεις ;Ποιοι άλλοι θα έρθουν ;" ρωτάω τον Θάνο.

"Εεμμ...εεε..." τον βλέπω και κομπλάρει .

"Να...είπε και ο Γιώργος πως μπορεί να'ρθει με μια φίλη του..."

Προσπαθώ να το παίξω ψύχραιμη ενώ το αίμα μου βράζει με το που ακούω το όνομα του. Παρατηρώ μέσα στην αναστάτωση μου ότι η Ευτυχία έχει φύγει και έχει πάει στον παιδότοπο.

Εκείνη τη στιγμή η πόρτα της εισόδου ανοίγει και μπαίνει μέσα ο Γιώργος με την πολυβόητη φίλη του , την οποία παρόλο που δεν την έχω γνωρίσει ,δεν την συμπαθώ καθόλου .

Κάτω από το επικριτικό μου βλέμμα , μας πλησιάζουν και κάθονται στις δυο κενές θέσεις. Μαζί. Σαν ζευγάρι. Έτσι μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Όταν η μικρή με πλησιάζει δεν συνειδητοποίω πως έχει η κατάσταση αλλά το μυαλό μου καθαρίζει όταν η Ευτυχία φωνάζει :

"Μαμαα!"


-------------------------------------

Συγνώμη που άργησα να ανεβάσω ,ελπιζω να σας αρεσε το κεφαλαιο .Σχολιαστε και ψηφιστε













απαγορευμένα χάδιαOù les histoires vivent. Découvrez maintenant