Η Ελπίδα κοίταξε έξω από το παράθυρο της καφετέριας, το νεαρό ζευγάρι που φαινόταν να 'χει μαλώσει. Από τις έντονες χειρονομίες, τις συνεχείς αλλαγές των εκφράσεων στα πρόσωπά τους, κατάλαβε ότι ο λόγος θα 'πρεπε να ήταν παραπάνω από σοβαρός γι' αυτή τους, τη μεγάλη διαφωνία. Πολύ γρήγορα όμως διαπίστωσε ότι έκανε λάθος καθώς σε λίγη ώρα -μέσα σε λίγα μόλις λεπτά - αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να δίνουν τα πρώτα τους φιλιά. Πήρε το βλέμμα της από εκεί και επικεντρώθηκε στη ζεστή σοκολάτα που άχνιζε μπροστά της.
«Στην αρχή όλα φαίνονται τόσο όμορφα. Τόσο απλά» σκέφτηκε. «Όλες οι σχέσεις κάπως έτσι ξεκινούν. Χάδια, φιλιά, μικροκαβγάδες που με τον καιρό όλο και μεγαλώνουν, ώσπου να σπάσει ο οποιοσδήποτε δεσμός που ενώνει ένα ζευγάρι» συμφώνησε με το αόρατο ακροατήριό της.
Όπως είχε σπάσει και ο δεσμός του γάμου της. Ενός «λάθους» που ξεκίνησε στα δεκαοκτώ της χρόνια έπειτα από μια πολύ σύντομη σχέση. Μια σχέση δύο μηνών. Λιγάκι επιπόλαια απόφαση, μα, ήταν ένα παιδί ακόμα και όπως θα διαπίστωνε και στην πορεία, αυτή η μεγάλη αγάπη ήταν, ένας μονάχα παρατεταμένος ενθουσιασμός και τελικά έμεινε να γίνει... ας πούμε φιλία. Μακρινή και απόμακρη ίσως. Οπότε καλύτερα να λέγαμε ότι η Ελπίδα και ο Μανώλης παρέμειναν απλώς γνωστοί.
Τα διαζύγιο όμως, υπήρξε αρκετά επώδυνο για εκείνην αφού μήνες πριν, ο σύζυγός της είχε αφήσει το σπίτι τους κι εγκαταστάθηκε σε αυτό, της ερωμένης του. Έτσι έπρεπε να βρει τη δύναμη μόνη και να ξανασταθεί στα πόδια της. Όπως και έκανε. Συνέχισε, και σήμερα βγήκε για να γιορτάσει την ελευθερία της.
Άρχιζε από αυτή τη μέρα, μια νέα εποχή για 'κείνη. Σκόπευε να φροντίσει λίγο τον παραμελημένο της εαυτό. Ήταν εικοσιεπτά, πολύ νέα για να καθίσει και να ανασαλεύει τις απελπιστικές εικόνες του παρελθόντος. Έβαλε στο πρόγραμμά της ένα ταξίδι, αυτό που δεν είχε κάνει ποτέ μαζί του όσο κι αν επίμονα κι αν του το ζητούσε, κάποιες εξόδους, ψώνια που, όπως της έλεγαν οι φίλες της, θα τη βοηθούσαν ως ψυχοθεραπεία.
«Συγνώμη, μπορώ να καθίσω;» τη διέκοψε από τα σχέδιά της, ένας ψηλός, μελαχρινός άνδρας.
Η Ελπίδα κοίταξε πίσω και τριγύρω και είδε πως υπήρχαν άλλα τρία τραπέζια άδεια.
«Υπάρχει ιδιαίτερος λόγος; Απ' ό,τι βλέπω, υπάρχουν και άλλα τραπέζια ελεύθερα οπότε... Επιπλέον, μου είστε άγνωστος. Δεν ξέρω ποιος είστε» του αποκρίθηκε.
«Είναι δικό μου το λάθος, με συγχωρείτε. Είμαι ο συνιδιοκτήτης του καφέ. Σας παρατηρώ, ώρα τώρα και... μου φανήκατε κάπως, προβληματισμένη».
«Όχι... δεν... κάνετε λάθος. Δεν είμαι» προσπάθησε να κρύψει αυτή.
Ο άνδρας πήρε το θάρρος και κάθισε απέναντί της.
«Ξέρω ότι δεν με αφορά αλλά είμαστε άνθρωποι και καμιά φορά, όλοι χρειαζόμαστε κάποιον για να μιλήσουμε. Να του ανοίξουμε την καρδιά μας» άρχισε. «Σας διαβεβαιώνω ότι αν με εμπιστευθείτε, όσα πούμε θα μείνουν εδώ, μεταξύ μας. Αν πάλι δεν θέλετε, σας υπόσχομαι πως δεν θα σας ενοχλήσω άλλο. Θα φύγω και θα σας αφήσω μόνη».
Η Ελπίδα τον κοίταξε ίσια στα μάτια και το λαμπερό χαμόγελό τους, την έκανε να νιώσει εμπιστοσύνη σ' αυτόν που μόλις είχε γνωρίσει. Δεν εμπιστευόταν εύκολα, παρόλ' αυτά όμως, αυτός την έκανε να αισθανθεί μέσα σε τόσο μικρό διάστημα αυτό το κύμα που όλο και μεγάλωνε μέσα της.
«Λυπάμαι για το φέρσιμό μου. Δεν ήθελα να φανώ αγενής» απολογήθηκε η κοπέλα. « Όμως, πραγματικά υπάρχουν ορισμένοι που αποδεικνύονται πολύ ενοχλητικοί. Χωρίς να υπονοώ κάτι για εσάς».
«Άρα λοιπόν, δεν σας ενοχλεί η παρουσία μου. Χαίρομαι γι' αυτό. Τι θα λέγατε να μιλούσαμε στον ενικό; Κουράζει ο πληθυντικός δεν νομίζετε;» πρότεινε εκείνος.
«Ας είναι» χαμογέλασε αμήχανα εκείνη.
«Είμαι ο Στάθης κι εσύ είσαι η...» θέλησε να μάθει.
«Η Ελπίδα. Συνηθίζεις να κουβεντιάζεις πάντα τόσο, στενά με τους πελάτες σου;» χαριτολόγησε η Ελπίδα.
Ο Στάθης γέλασε με το σχόλιό της, απαλά.
«Σωστή η ερώτησή σου, όμως όχι. Δεν έτυχε ποτέ να ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Και πραγματικά, σου μιλώ με το χέρι στην καρδιά, χρειάστηκα θάρρος για να το κάνω. Είχα δίκιο λοιπόν, ή απλά αφαιρέθηκες από κάποια θύμηση;»
«Η αλήθεια είναι ότι θα μου έκανε καλό να μιλήσω. Δεν σε ξέρω αλλά, φαίνεσαι τόσο ειλικρινής κι ευγενικός. Δεν έκανες λάθος. Προσπαθώ, να ξεχάσω και νομίζω πως το καταφέρνω σιγά σιγά».
Κι έτσι, ξεκίνησε να του λέει για την ατυχή διαδρομή του γάμου της, τα ψέματα, τις απάτες ώσπου έφτασε στο σήμερα και την προσωπική «πρόοδο» - όπως τη χαρακτήρισε - που είχε κάνει στη ζωή της. Και ο Στάθης την άκουσε, τη συμπόνεσε, τη συμβούλεψε και είδε στα μάτια της, αυτή που πρόσμενε καιρό να έρθει. Το ίδιο και η Ελπίδα. Την επομένη τα βήματά της, την έφεραν και πάλι εκεί. Και αυτό συνεχίστηκε και την τρίτη, την τέταρτη ημέρα μέχρι που οι φορές έφεραν το μήνα. Όπου, μίλησαν για τους εαυτούς τους ο καθένας ξεχωριστά, συμπάθησε ο ένας τον άλλο και κάτι παραπάνω. Με το κλείσιμο του μηνός, μπόρεσαν να παραδεχθούν και οι δύο, τα αμοιβαία αισθήματά τους. Και η παραδοχή αυτή - που παραμέρισε κάθε αμφιβολία της Ελπίδας – οδήγησε σε έναν τρυφερό δεσμό.
Έναν δεσμό και μια σταθερή, μεγάλη αγάπη που ξεκίνησε, έτσι ξαφνικά...
Με ένα τόσο απρόσμενο... «ραντεβού».
YOU ARE READING
ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΜΟΥ
Short StoryΜικρές ιστορίες άλλοτε καθημερινές και άλλοτε μακρινές, βγαλμένες από το περιβάλλον του παρελθόντος αλλά και της φαντασίας. -Δημιουργός εξωφύλλου: KonstantinosSpanos- Don't copy this story©