Έλα και μη μ' αφήνεις

195 30 15
                                    



Στάθηκε στη μέση του δρόμου και περίμενε. Δεν την ένοιαζε που περνούσαν ξυστά της αυτοκίνητα. Δεν την ενδιέφερε που την έβριζαν οι οδηγοί. Δεν την ένοιαζε καν, που η ζωή της, διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Της ήταν όλα, αδιάφορα .Δική της η ζωή, δικός της κι ο θάνατος. Εξάλλου, όλα είχαν ένα τίμημα. Και για το δικό της κρίμα, είχε έρθει η ώρα να πληρώσει. Δεν έκλεισε τα μάτια. Δεν έβαλε τις φωνές. Κοίταξε ίσια μπροστά της και είδε με πόσο μεγάλη ταχύτητα ερχόταν το διαπεραστικό φως εμπρός της. Υπερβολική. Αστραπιαία. Ένα φως που αντιστοιχούσε σε ένα πολύ γρήγορο αμάξι. Ένα αμάξι που αντιστοιχούσε σε έναν οδηγό που δεν έκοβε διόλου, ταχύτητα. Μόνο έτρεχε σε έναν, ιλιγγιώδη ρυθμό. Ξαφνικά όμως έγινε το απρόσμενο, και σταμάτησε. Έκοψε την κατάλληλη στιγμή ταχύτητα. Και μαζί του σταμάτησαν και οι υπόλοιποι οδηγοί, δίπλα και πίσω από αυτόν. Η Χλόη όμως για πρώτη φορά είχε κλείσει τα μάτια. Νόμισε πως όλα είχαν τελειώσει για 'κείνη, και πως είχε περάσει την πύλη του Παραδείσου. Όλα είχαν σβήσει.

«Είσαι τρελή, κορίτσι μου;» της φώναξε μια φωνή αγριεμένη, απέναντί της.

Η Χλόη ξανάνοιξε τα βλέφαρά της.

«Ζω;» έβαλε το ένα της χέρι ως αντήλιο για να κοιτάξει καλύτερα μέσα από την εκτυφλωτική λάμψη των φώτων που την τύφλωναν. Είχε ζαλιστεί και έβλεπε μονάχα σκιές.

«Δυστυχώς για εμάς, ναι» συνέχισε ο άγνωστος με θυμό. «Αν θέλεις να πεθάνεις, πήγαινε κάπου αλλού. Όχι στη μέση του δρόμου. Θες να με κλείσεις μέσα;»

Η θολούρα άρχισε να ξεδιαλύνει σιγά σιγά και η κοπέλα μπόρεσε να παρατηρήσει καλύτερα τον άκρως εκνευρισμένο άνδρα που της μιλούσε τόση ώρα. Οι άλλοι τριγύρω της, άρχισαν να παραπονιούνται, μα εκείνη, σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος, τον έβλεπε δίχως να πει μια λέξη για να υποστηρίξει τον κουρασμένο της εαυτό, δίχως να του πει «σταμάτα». Ώσπου στο τέλος τα γόνατά της λύγησαν, έπεσε κάτω στο οδόστρωμα και δεν σκεφτόταν πια, τίποτα. Τότε ήταν, που απλώθηκε παντού, σιωπή.

***

Όταν ξύπνησε βρισκόταν στο αμάξι του. Εκείνος ήταν έξω από αυτό, και απ' ό,τι μπορούσε να δει, κάπνιζε. Άνοιξε την πόρτα και πήγε προς το μέρος του. Τον πλησίασε. Βρίσκονταν και οι δύο στο άκρο της πόλης. Στο ψηλότερο και λιγότερο θεαματικότερο μέρος της. Από εκεί, μπορούσε να δει κανείς την Αθήνα πιάτο, νυχτερινή, να τη λούζουν χιλιάδες φωτισμοί, εκατομμύρια λαμπεροί συνδυασμοί.

ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΜΟΥDonde viven las historias. Descúbrelo ahora