Αχιλλέας

86 10 6
                                    

Περπατάω μέσα σε ένα κτήριο, λάθος τρέχω. Δεν ξέρω που πηγαίνω, χάνομαι στους ατελίωτους γκρίζους διαδρόμους. Σιδερένιες βιβλιοθήκες καταλαμβάνουν όλους τους διαδρόμους και οι μπλε πόρτες,που υπάρχουν στα πλάγια, περιμένουν κλειστές να έρθει κάποιος και να τις ανοίξει. Σταματώ... Πιάνω το σπασμένο χερούλι μίας από αυτές και το γυρνάω. Σπρώχνω αλλά δν κουνιέται. Μάλλον είναι κλειδωμένη. Κοιτάζω χαμηλότερα και ανακαλύπτω οτι δεν υπάρχει κλειδαρότρυπα. Δοκιμάζω με άλλη και μετά κι άλλη. Όλες έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Συνειδητοποιώ ότι είμαι παγιδευμένος, δεν υπάρχει έξοδος. Με κατακλύζει ο φοβος. Φωνάζω και ακούω την ηχώ μου που χάνεται στους διαδρόμους. Είμαι φυλακισμένος, κανείς δεν πρόκειται να με σώσει, θα μείνω εδώ για πάντα. Δεν αντέχω, το κεφάλι μου πάει να σπάσει, η κάρδια μου χτυπάει όλο και ποιό γρήγορα. Κλείνω τα μάτια μου και όταν τα ξανανοίγω τα παντα έχουν εξαφανιστεί, τα έπιπλα, οι πόρτες. Μένω να βλέπω τους γκρίζους τοίχους και καθώς τους παρατηρώ το μάτι μου πιάνει ενα κόκκινο κουδούνι στο ταβάνι. Η καρδιά μου πάει να σπάσει, βρίσκομαι σε σχόλειο... Και τότε χτυπάει και ο ήχος δυναμώνει κάθε δευτερόλεπτο που περνά. Το κρανίο μου είναι έτοιμο να εκραγεί και τότε πετάγομαι, κυριολεκτικά.

Βρίσκομαι στο κρεβάτι μου λαχανιασμένος και μούσκεμα στον ιδρώτα. Το ξυπνητήρι μου χτυπάει ασταμάτητα. Το κλείνω. Ναι εφιάλτης ήταν, πέρασε. Σηκώνομαι, ντύνομαι, πλένομαι και μπαίνω στην κουζίνα. Η μάνα μου φτιάχνει τοστ ενώ ο πατέρας μου πίνει ήδη καφέ.

<<Καλημέρα!!!>>, μου λένε και οι δύο με μια φωνή.

<<Καλημέρα.>>, τους απαντάω και μου χαμογελούν.

<<Πώς κοιμηθηκες;>>, με ρωτάει η μάνα μου.

<<Καλά.>>, της λέω ψέματα, δεν έχω όρεξη να το συζητήσω.

Παίρνω ενα κομμάτι απο το ζεστό, φρεσκοψημένο τοστ. Είχα καιρό να φαω πρωινό, συνήθως το παραλύπω.
Η ώρα είναι 7:50. Τελιώνω το φαΐ, παίρνω το σχεδόν άδειο σακίδιο μου, τους χαιρετώ και βγαίνω από την πόρτα. Κατεβαίνω γρήγορα τις σκάλες τις πολυκατοικίας και βγαίνω στον δρόμο. Έχει πολύ κίνηση ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται.

Σε δέκα λέπτα έχω φτάσει στο σχολείο. Μπαίνω στο προαύλιο. Είναι πραγματικά μεγάλο και το ίδιο επίσης και το κτήριο. Υπάρχουν βρύσες και στις δύο μεριές του προαυλίου, ο χώρος είναι γεμάτος από ξύλινα παγκάκια και γύρω - γύρω από τα σιδερένια κάγκελα υπάρχουν διάφορων ειδών δέντρα.

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑWhere stories live. Discover now