Πρόλογος

147 26 2
                                    

Εισέπνευσε μια σχετικά μεγάλη ποσότητα αέρα και άφησε την μυρωδιά του ρετσινιού να διαπεράσει τα ρουθούνια της. Ένα ρίγος τη διαπέρασε και τυλίχτηκε καλύτερα στην θαλασσί κουβερτούλα που την σκέπαζε. Με ένα τίναγμα του χεριού της τράβηξε τη ζεστή κούπα της από το ξύλινο τραπεζάκι προς το μέρος της. Ακούμπησε τα κρύα της χείλη στην καυτή επιφάνεια του υγρού και το μύρισε, απολαμβάνοντας την έντονη μυρωδιά του. Στη συνέχεια ρούφηξε μια γουλιά σοκολάτας με τριμμένο κάστανο και καρύδα και το τοποθέτησε ξανά πίσω στο τραπεζάκι.

Οι σπίθες στο τζάκι τρεμόπαιζαν και μια έβγαιναν πορτοκαλί, μια πιο θαμπές στο κίτρινο και άλλες φορές πιο ζωντανές και έντονες στο βαθυκόκκινο. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε τη γλυκιά αίσθηση του ύπνου να την περιβάλει.

Φαινόταν τόσο αθώα. Σαν μια εύθραυστη κούκλα από πορσελάνη. Ήθελες να την αγγίξεις και να την νιώσεις, όμως ο φόβος να μην την θραύσεις σε τραβούσε προς τα πίσω.

Δεν άφηνε κανέναν να την πλησιάσει. Και αυτή το ίδιο φοβόταν.
Να μην πληγωθεί, να μην βιώσει ποτέ της πόνο. Όμως δεν ήξερε πως με την τόση προστασία και εγκράτεια που είχε έχανε την πραγματική έννοια της ζωής.
Ναι, θα πληγωνόταν. Ναι, θα ένιωθε και αυτή πόνο στη ζωή. Όμως μόνο τότε θα ήξερε να ζει, πραγματικά.

Το μέλλον όμως δεν ξες ποτέ τι μπορεί να σου επιφυλάσσει. Και ίσως σταθείς και εσύ ανήμπορος στο πεπρωμένο της μοίρας που είναι γραφτό για εσένα. Μην το πολεμάς. Είναι ανώφελο.
Αποδέξου το και απλά, Ζήσε το.

Ζήσε τοWhere stories live. Discover now