Κεφάλαιο 1
Έτρεχε σαν να μην υπήρχε αύριο, τα πόδια του είχαν πάρει φωτιά, οι πνεύμονες του έτοιμη να εκραγούν από τη πίεση όμως εκείνος δεν άκουγε δεν έδινε σημασία, η μουσική στα αυτιά του ούρλιαζε αδιάκοπα, του έδινε ένα ακόμη κίνητρο. Σκεφτόταν, το μυαλό του δούλευε πυρετόδως, η μορφή της δεν έφευγε από το μυαλό του. Έτρεχε λες και προσπαθούσε να τη πιάσει μα εκείνη, τον κορόϊδευε, του ξέφευγε συνεχώς.
Τα ξανθά μαλλιά της μακριά και μεταξένια, τόσο απαλά που τα χάϊδευε με της ώρες χωρίς να βαριέται. Τα μάτια της άλλωτε πράσινα και αλλωτε γαλάζια, μια μίξη τόσο μαγική που ο κόσμος ένιωθε δέος στη παρουσία τους, και εκείνος ακόμα περισσότερο που αντίκρισαν εκείνον, τα δικά του μάτια, το χαμόγελο της το ποιο γλυκό και φωτεινό που είχε δει ποτέ του .
Πρώτη φορά μια γυναίκα ταρακουνούσε έτσι το κόσμο του, έβλεπε βαθιά μέσα στη ψυχή του. Κάθε φορά που πρόφερε το όνομα της ένιωθε μια γλύκα στο στόμα του σα να κυλά μέλι στον ουρανίσκο του.
"Ιφιγένεια!"
"Που μπορεί να βρίσκεσε;"
Αναρωτιόταν κάθε μέρα, μετρούσαν μερικούς μήνες γνωριμίας, οι καλύτερη της ζωής του. Μέχρι που μια μέρα εξαφανίστηκε από προσώπου γης, την έψαξε παντού, σε φίλους, σε γνωστούς παντού. Τίποτα όμως ήταν λες ήθελε να εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ίχνη.
Όμως εκείνος δε τα παράταγε, πήγαινε κόντρα στη μοίρα του και επέμενε κάθε μέρα και ποιο πολύ, έβαζε λητούς και δεμένους να τη ψάξουνε, ανακαλούσε της αναμνήσης τους προσπαθώντας να βρει κάποιο κρυμμένο στοιχείο, μια λέξη, οτιδήποτε που θα μπορούσε να τον βοηθήσει.
Σιγά σιγά συνηδειτοποίησε ότι μπήκε στο δρόμο για το σπίτι του, άρχισε να μειώνει ταχύτητα, οι πνεύμονες του ικέτευαν για αέρα, πήρε βαθιές ανάσες χαλαρώνοντας τους μυς του. Πρώτη φορά έτρεχε τόσα χιλιόμετρα και τώρα ένιωθε ποιο κουρασμένος από ποτέ.
Κατευθείνθηκε προς το σπίτι του, η μέρα ήταν αρκετά ηλιόλουστη και ζεστή, ένα δροσερό αεράκι έκανε την ατμόσφαιρα λίγο ποιο υποφερτή. Κοίταξε το ρολόι του στο δεξί του χέρι και είδε ότι ήταν ακόμα νωρίς για να πάει να συναντήσει τον αδερφό του και τη γυναίκα του.
Άνοιξε την εξόπορτα και ανέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας του, μόλις έφτασε έξω από το διαμέρισμα του άνοιξε τη πόρτα και μπήκε μέσα, έβγαλε τα ακουστικά και πήγε προς τη κουζίνα για να βάλει ένα καφέ. Αφού τον ήπιε στα γρήγορα έβαλε έναν δεύτερο, ήθελε να ξυπνήσει το μάτι του, το τρέξιμο δυστυχώς δε βοήθησε όσο θα ήθελε.
Την ησυχία του διέκοψε το σταθερό του, πήγε και το σηκώσε. - Ναι! - Είπε με βαριά φωνή.
- Έλα εγώ είμαι, Καλημέρα - ακούστηκε η φωνή του αδερφού του Παύλου από την άλλη γραμμή.
- Καλημέρα, τι θες πρωί πρωί; σε λίγο θα τα πούμε έτσι και αλλιώς.
- Πάλι νεύρα έχεις ρε; χαλάρωσε! Από τότε που εξαφανίστηκε αυτή η γκόμενα έχεις γίνει πολύ σπαζαρχίδας!
- Σου έχω πει να μη την αποκαλεις έτσι! Αν δε θες να στο κλείσω! Τώρα λέγε τι θες;
- Ήθελα να σου πω ότι θα έρθουν η μαμά και ο μπαμπάς για μεσημέρι επίσης, να είμαστε όλη μαζί.
- Γιατί γιορτάζουμε κάτι και μου διαφεύγει; - ρωτά γεμάτος ειρωνία, ποτέ δεν του άρεσαν οι οικογενιακές συγκεντρώσεις και προσπαθούσε πάντα να της αποφεύγει.
- Σκάσε ρε! Αμάν πια. Απλά θέλουμε να σας ανακεινόσουμε κάτι η Έλενα και γω. Εντάξει;
- Καλά καλά, θα τα πούμε εκεί - απαντά παρετειμένος και το κλείνει. Ανοίγει τη τηλεόραση σε ένα τυχαίο κανάλι χωρίς να το παρακολουθή πραγματικά. Μπαίνει στο μπάνιο και κάνει ένα ντούζ διώχνοντας τον ιδρώτα και τη κούραση από πάνω του.
Θυμάται τα χέρια της επάνω του την ώρα που έκαναν μαζί μπάνιο. Τα φιλιά της καυτά πάνω στο δέρμα του, ο τρόπος που τον άγγιζε που τον αναστάτωνε με ένα βλέμμα μόνο. Άθελα του έβγαλε έναν αναστεναγμό. Κοίταξε χαμηλά και είδε ότι η διέργεσή του είχε αρχίσει να γίνεται έντονη, ξεφύσιξε αγανακτισμένος. Ρύθμισε το νερό στο ποιο κρύο για να συνέλθη. Όταν μετά από ώρα τελειώσε πήρε τη λευκή πετσέτα στα αριστερά του και τη τύλιξε γύρω από τη μέση του.
Στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη του μπάνιου, το καθάρισε με τη παλάμη του από τους υδρατμούς. Ο τύπος απέναντι του του ανταπέδωσε το βλέμμα ανέκφραστα, μαύρα κενά μάτια τον κοιτούσαν πίσω, το σαγόνι του σφιγγόταν όλο και ποιο πολύ, το ίδιο και του τύπου με τα μαύρα μαλλιά. Μαύρα μαλλιά μαύρα μάτια όλα μαύρα πάνω του, όπως και η ψυχή του. Αφού καταπολέμησε την παρόρμηση να σπάσει τον καθρέφτη βγήκε από το μπάνιο και άρχισε σιγά σιγά να ετοιμάζεται να πάει στον αδερφό του.
Λίγες ώρες αργότερα, ήταν έξω από το σπίτι του αδερφού του και άρχισε να ανεβαίνει με βαριά καρδιά τα σκαλιά.
Λοιπόν αυτό ήταν ουσιαστικά το πρώτο κεφάλαιο της νέας μου ιστορίας..
πως σας φάνηκε;;; ελπίζω να σας άρεσε..
θα το εκτιμουσα πολύ αν κάνατε ένα vote και αφήνατε ένα comment... φιλιά πολλά !!!
YOU ARE READING
ΣΠΑΣΜΈΝΑ ΦΤΕΡΆ
Romance❝Αγαπημένε μου Χρήστο .. Διαβάζοντας αυτό το γράμμα σου εξηγώ όσα δε μπόρεσα ποτέ να σου πω από κοντά .. Ένα συγγνώμη που σε πλήγωσα. Ένα Σ' αγαπώ που δε μπόρεσα ποτέ να στο πω.. Και τέλος ένα αντίο που φεύγω έτσι ξαφνικά από τη ζωή σου..❞