Το βράδυ

216 24 0
                                    

Μια δυνατή βροντή έπεσε τη νύχτα  και συγκλόνισε το σκοτεινό ουρανό. Πετάχτηκα τρομαγμένη απο τον ύπνο μου. Πάνω απο την πόλη είχε είδη ξεσπάσει καταιγίδα. << Υπέροχα...>> μουρμούρισα μισοκοιμισμένη. Θυμήθηκα ότι είχα αφήσει το παράθυρο ανοιχτό και έτσι πίεσα τον εαυτό μου να σηκωθώ απο το κρεβάτι. Με απλανές βλέμμα κοίταξα έξω απο το παράθυρο. Τεράστιες ποσότητες νερού έπεφταν με δύναμη πάνω στις στέγες. Γύρισα και κοίταξα το ρολόι, η ώρα ήταν περασμένες δύο. Κοίταξα ξανά έξω απο το παράθυρο, δεν είχα ύπνο πια. Απο απέναντι, σε μια πολυκατοικία, ένα μόνο παράθυρο είχε φως. Κοίταξα πιο έντονα, αντίκρισα μια ντελικάτη αντρική φιγούρα. Καθόταν μάλλον κάπου και κοίταζε έξω απο το παράθυρο του, όχι δεν κοιτούσε προς το μέρος μου. Στο δωμάτιο υπήρχε σκοτάδι, σε καμία περίπτωση δεν με είχε δει. Το βλέμμα μου περιπλανιόταν πάνω του. Στεκόμουν στο παράθυρο και τον κοιτούσα. Ύστερα εκείνος σηκώθηκε απο την καρέκλα και ανακάλυψα ότι κρατούσε στα  χέρια του μια καφέ κιθάρα. Βρήκα το πρώτο μας κοινό στοιχείο, αρέσει και στους διό μας η μουσική. Πήρε την κιθάρα και την άφησε στην άκρη του δωματίου του, δίπλα απο την πόρτα. Μπόρεσα να διακρίνω περισσότερα σημεία του σώματος του. Μπλούζα δεν φορούσε και έτσι διέκρινα το καλογυμνασμένο σώμα του. Κοίταζα τους κοιλιακούς και τα μπράτσα του. Απο κάτω φορούσε μια μαύρη φόρμα. Εκείνος στάθηκε στον καθρέφτη της ντουλάπας του και έφτιαξε την μακριά φράντζα του που έπεφτε στο μέτωπο του κρύβοντας σχεδόν όλο το αριστερό του μάτι. Φαινόταν τόσο όμορφος. Τον κοιτούσα απο πάνω μέχρι κάτω προσπαθώντας να δω άλλη μια λεπτομέρεια του κορμιού του, τον θαύμαζα. Πήγε ξανά προς την πόρτα και ξαφνικά το δωμάτιο σκοτείνιασε, είχε σβήσει πια το φως. Πήγα επιτέλους πίσω στο κρεβάτι μου και ξάπλωσα έχοντας στο μυαλό μου την εικόνα του. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, είχα ξυπνήσει για τα καλά, στριφογύρναγα ανήσυχη στο κρεβάτι μου.

Η αγάπη μπορεί Donde viven las historias. Descúbrelo ahora