chapter 1

15 3 0
                                    

Μια μέρα όπως όλες οι άλλες ξημέρωσε, τίποτα το ιδιαίτερο μια γκρίζα συννεφιασμένη μέρα χωρίς κανένα ενδιαφέρoν.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου πετώντας τα σκεπάσματα στο κρύο ξύλινο πάτωμα και κατευθύνθηκα ασυνείδητα προς το μπάνιο.
Άνοιξα την βρύση και άφησα το παγωμένο νερό να τρέχει.
Έβγαλα το μποξερακι μου και μπήκα αργά και βασανιστικά στην μπανιέρα.
Δεν χρειαζόμουν ούτε καφέ ούτε τίποτα, το παγωμένο νερό ήταν αρκετό να με ξυπνήσει και με το παραπάνω.

Υπό άλλες συνθήκες θα βιαζόμουν να ετοιμαστώ για την Σχολή αλλά όχι σήμερα, δεν έχω τα κέφια ούτε την όρεξη οπότε απλά την παραλειπω.

Το νερό κυλάει απαλά σε όλο μου το σώμα κάνοντας με να ανατριχιασω από το κρύο.
Κλείνω την βρύση και παίρνω μια πετσέτα που βρίσκω στο πάτωμα και την τυλιγω γύρω μου.
Κοιτάζω στον καθρέπτη τα μαύρα μου μαλλιά... είναι ακόμη αρκετά βρεγμένα οπότε παίρνω άλλη μια πετσέτα και τα τριβω απαλά με αποτέλεσμα να ανακατευτουν αλλά δεν με ενδιαφέρει.

Κατευθύνομαι προς την ντουλάπα και αρπάζω ένα μποξερακι, το μαύρο με σκισηματα κολλητό μου τζιν, την
"the 1975" λευκή μου μπλούζα και την πολυφορεμενη μαύρη ζακέτα μου.
Ντύνομαι και βάζω τα μαύρα αρβιλακια μου, αρπάζω το μπλοκ και τα μολύβια μου και βγαίνω έξω από το σπίτι.

Δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω τον ανελκυστήρα γιατί πολύ απλά δεν τον εμπιστεύομαι σε αυτή την παλιά οικοδομή.
Βγαίνω από το κτήριο και κοιτάω γύρω μου παντού άνθρωποί με αδιαπεραστες μάσκες που δεν επιτρέπουν στους άλλους να δουν τι πραγματικά υπάρχει πίσω από αυτές, ποιοί πραγματικά είναι
Σταματάω στον φούρνο της γειτονιάς, η κοπέλα πίσω από τον πάγκο με κοιτά με το συνηθισμένο της βλεμα δαγκωνοντας τον στύλο της προσπαθώντας να φανεί ποθητή στα μάτια μου, κάποιος άλλος θα την έβρισκε αρκετά ελκυστική αλλά όχι εγώ δεν είναι ο "τύπος" μου.

-- Καλημέρα Αλέξανδρε!
Μου λέει με την ενοχλητική λεπτή φωνή της

-- Άλεξ με λένε και καλημέρα!
Της λέω απότομα και φανερά ενοχλημένος

- Χαχαχα είσαι αστείος
Μου λέει χαζογελώντας, αν και εμφανώς δεν το είπα για να γίνω "αστείος"

-- Άσε με να μαντεψω, ένα κρουασάν με γέμιση λευκής σοκολάτας

-- Ναι
Της λέω ξερά

-- Είδες πόσο καλά σε ξέρω
Μου λέει φέρνοντας το αχνιστό κρουασάν μου.
Της χαμογελάω αδιάφορα μιας και κάθε μέρα εδώ και δύο χρόνια παραγγέλνω ακριβώς το ίδιο πράγμα, και να μην ήθελε να με μάθει, δεν έχει πολλές επιλογές. Την πληρώνω και βγαίνω έξω από το μαγαζί.

Μόλις φτάνω στην στάση του παρατηρώ ότι έχω αργήσει και το λεωφορείο έχει ήδη φτάσει αρχίζω να τρέχω και ευτυχώς το προλαβαίνω.
Μπαίνω μέσα, κάθομαι στις πίσω θέσεις και παρατηρώ την διαδρομή έξω από το παράθυρο μέχρι να κατέβω στην στάση μου.

30 minutes later

Το λεωφορείο σταματάει έξω από το Μουσείο ίσως ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη σε αυτόν τον κόσμο.

Το επόμενο chapter θα μπει σε λιγες μερες☺
Loucefear__

Art Is Our WayWhere stories live. Discover now