Πρώτη πόρτα

372 33 4
                                    

Ο Γιάννης κοίταζε γύρω του μπερδεμένος. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν πως περπατούσε μόνος του στο δάσος και πως μετά άκουσε έναν θόρυβο να έρχεται από κάτι θάμνους. Κοίταξε τους θάμνους και είδε μια αντρική σιλουέτα να ξεπροβάλει. Ήταν έτοιμος να τον ρωτήσει τι στο καλό έκανε κρυμμένος στους θάμνους, αλλά τότε το πλάσμα έβγαλε έναν τρομακτικό ήχο που έμοιαζε με γρύλισμα. Εκείνος άρχισε να τρέχει αλλά το πλάσμα ήταν πολύ πιο γρήγορο. Πήδηξε πάνω στην πλάτη του, ρίχνοντας τον με τα μούτρα στο χώμα. Πριν προλάβει να αντιδράσει ένιωσε έναν δυνατό πόνο στο μπράτσο του και μετά ξύπνησε σε αυτό το δωμάτιο. Το δωμάτιο ήταν πολύ σκοτεινό, το μόνο που το φώτιζε ήταν μια λάμπα πετρελαίου που βρισκόταν ακουμπισμένη στο πάτωμα. Η λάμπα φώτιζε επίσης και την κόλα χαρτί που ήταν κολλημένη με σιλοτέιπ στην πόρτα του δωματίου. Πάνω στην κόλα έγραφε "Όσο και αν τρέχεις, όσο και αν ψάχνεις, όσο και αν κρύβεσαι δεν πρόκειται να φύγεις ποτέ.". Ξαφνικά άκουσε δίπλα του έναν ήχο σαν ανάσα. Πετάχτηκε όρθιος και κοίταξε το αγόρι που βρισκόταν κοιμισμένο δίπλα του. Τα μαλλιά του ήταν μακριά στο ύψος τον ώμων του και τα ρούχα του έμοιαζαν παλιομοδήτικα. Στην τσέπη του υπήρχε ένα πιστόλι, αλλά δεν έμοιαζε με αυτά που χρησιμοποιούν οι αστυνομικοί, ήταν μεταλλικό με περίεργα σχέδια πάνω του. Την τελευταία φορά που είχε δει τέτοιο πιστόλι ήταν σε ένα μουσείο. Τον πλησίασε με αργά βήματα και τον σκούντηξε "Ε, είσαι ξύπνιος; τι στον διάολο συμβαίνει εδώ πέρα; που είμαστε;" το αγόρι άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε με μία απορημένη έκφραση στο πρόσωπο του. Ξαφνικά πετάχτηκε όρθιος και κοίταξε τον Γιάννη με τρόμο "Οχ, όχι... Πως βρέθηκες εσύ εδώ;" ο Γιάννης τον κοίταξε μπερδεμένος "Δεν ξέρω... Ήμουν στο δάσος και περπατούσα και μετά κάτι πετάχτηκες από τους θάμνους και μετά πήδηξε στην πλάτη μου και εγώ έχασα τις αισθήσεις μου και..." "Σε δάγκωσε;" ο Γιάννης θυμήθηκε τον δυνατό πόνο στο μπράτσο του. Το έπιασε και ένιωσε κάτι ζεστό και υγρό να λερώνει το χέρι του. Αίμα. Εκείνο το πράγμα τον είχε δαγκώσει. Το αγόρι που έδειχνε λίγα χρόνια μεγαλύτερος του τον πλησίασε έπιασε το μπράτσο του και το κοίταξε προσεχτικά "Σκατά... Αυτό δείχνει άσχημο..." "Μα δεν με πονάει!" του απάντησε ο Γιάννης "Κανονικά δεν θα έπρεπε να με πονάει; τι συμβαίνει εδώ; που είμαστε;" το αγόρι τον κοίταξε με ένα βλέμμα όλο συμπόνια "Μάλλον καλό θα είναι να καθίσεις κάτω πρώτα..." ο Γιάννης κάθισε κάτω και ο άντρας κάθισε απέναντί του "Λοιπόν, δεν μου λες... Πιστεύεις στα τέρατα;" ο Γιάννης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του "Μάλιστα... Και αν σου πω πως υπάρχουν και ένα μόλις σε έπιασε;" ο Γιάννης τον κοίταξε σαν να ήταν τρελός "Τι πράγμα;" ο άντρας αναστέναξε "Κοίτα... Ποιο είναι το όνομα σου;" "Γιάννης." εκείνος κούνησε σκεφτικός το κεφάλι του. "Μάλιστα... Γιάννη, εμένα με λένε Χρήστο. Ξέρεις τι είναι έξω από αυτήν την πόρτα;" τον ρώτησε δείχνοντάς την πόρτα με το παράξενο σημείωμα κολλημένο επάνω της. "Τι;" "Και άλλες πόρτες, πάρα πολλές πόρτες, που οδηγούν σε παρά πολλά δωμάτια και καμία έξοδος. Αυτό το μέρος είναι σαν λαβύρινθος." ο Γιάννης κοίταξε μπερδεμένος την πόρτα. "Τι εννοείς; λες πως δεν μπορούμε να φύγουμε;" ο Χρήστος ανασήκωσε τους ώμους του "Εγώ πάντως έχω προσπαθήσει αμέτρητες φορές να το σκάσω, αλλά αυτό το τέρας πάντοτε με βρίσκει. Όταν το τέρας με σκοτώσει πάντα ξυπνάω εδώ πέρα και μετά από λίγο ξαναξεκινώ να ψάχνω για την έξοδο. Έχω χάσει το μέτρημα από το πόσες φορές έχω ψάξει αυτό το μέρος και δεν έχω ιδέα για το πόσο καιρό είμαι κολλημένος σε αυτό το μέρος." ο Γιάννης έμεινε να τον κοιτάζει σοκαρισμένος. Αυτός ο τύπος είναι θεότρελος, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση "Δεν μπορεί αυτά να είναι αλήθεια, δεν υπάρχουν τέρατα." του απάντησε. Ο Χρήστος ανασήκωσε τους ώμους του "Ε, τότε αν δεν υπάρχουν τα τέρατα τότε ποιος σου το έκανε αυτό;" του είπε δείχνοντας του το μπράτσο του. "Μπορεί αυτό που πετάχτηκε από τους θάμνους να ήταν κάποιο άγριο ζώο, λύκος για παράδειγμα." του απάντησε. Ο Χρήστος σήκωσε τα χέρια του σε παρέτιση "Καλά, αφού δεν με πιστεύεις πάνε δες μόνος σου." του είπε και του έδειξε την πόρτα.
Ο Γιάννης σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε την πόρτα. Ξαναδιάβασε το μήνυμα πάνω της. "Ποιος το έγραψε αυτό;" ρώτησε "Δεν ξέρω... Μάλλον κάποιος που ήταν εδώ πριν από εμάς και δεν κατάφερε να βρει την έξοδο." ο Γιάννης τον κοίταξε τρομαγμένος "Τι... Τι εννοείς όταν λες ''κάποιος που ήταν εδώ πριν από εμάς.'';" "Είναι απλό, όταν το τέρας βαρεθεί κάποιον έρχεται εδώ, τον κομματιάζει και τον σέρνει έξω από το δωμάτιο." ο Γιάννης τον κοίταζε με το στόμα ανοιχτό.

Ατελείωτες Πόρτες Where stories live. Discover now