Φαντάσου να υπήρχε ένας κόσμος που να μην πονάει κάνεις.Στον οποίο οι άνθρωποι να μην χάνουν αυτούς που αγαπάνε και να μην χάνονται και οι ίδιοι.
Είχε φύγει όμως.
Και ο κόσμος αυτός δεν υπήρχε.
Αλλά θα πήγαινε κάπου αλλού.Κάπου καλύτερα ή χειρότερα.
Η βροχή διαμόρφωνε ένα κλίμα λυπηρό.
Οι παρουσίες ντυμένες με μαύρα ενδύματα πρόδιδαν τις ψυχές τους.Μπορούσε να αισθανθεί την παρουσία της.
Ομως δεν γύρισε το βλέμμα του προς αυτήν.
Ειχε κατανοήσει ότι ο οργανισμός του ήταν εξαρτημένος από αυτήν.Μία νοπή μορφή ντυμένη στα λευκά κάνει τη παρουσία της στον χώρο.
Το μυαλό του είχε αρχίσει να παίζει μαζί του.
Ένιωσε ένα μούδιασμα και η ανάσα του κόπηκε, σαν ένας διακόπτης που πιέστικε από τη μορφή αυτή.
Η κοπέλα δίπλα του κατάλαβε την ανησυχία του και άγγιξε απαλά το χέρι του.
Μόνο και μόνο για να του δώσει την αίσθηση ότι δεν είναι μόνος.
Γιατί ήξερε πως φοβόταν να μήνει μόνος.
Φοβόταν τις αναμνήσεις που τον περιτρυγίριζαν κάθε βράδυ.
Τις τύψεις που τον κατέλαβαν.
Γιατί ήξερε ότι μπορούσε να την σώσει.Άρχισαν να φεύγουν.
Είχαν πιο σημαντικά πράγματα.
Σπαταλούσαν την ώρα τους εκεί.
Βλέποντας ένα παιδί γεμάτο θλίψη.Ύστερα έμειναν μόνοι τους. Αυτοί οι δύο και οι κοιμόμενοι.
Σύμφωνα με την μητέρα του δεν έπρεπε να τους λέμε νεκρούς, γιατί δεν έχουν πεθάνει απλώς κοιμούνται.
Κοιτούσαν αμιλήτοι το δοχείο που περιέβαλε το νεκρό σώμα της.
Η βροχή συνέχιζε να κατεβαίνει από τα σύννεφα.
Αυτή τη φορά πιο ήρεμη.Ρ- Μήπως θα πρέπει να πάμε σπίτι; Είσαι αρκετά κουρασμένος.
Ρ- Χάρρυ δεν γίνεται να συνεχιστεί αυτό. Γιατί δεν καταλαβαίνεις ότι πονάω.
Πονάω να σε βλέπω να καταστρέφεσε. Να φωνάζεις στη μέση της νύχτας. Να προσπαθείς να πεθάνεις. Να πίνεις. Έχεις γίνει σαν τον πατέρα σου όσο κι αν δεν θες να του μοιάσεις.
Χάρρυ σε αγαπώ δεν θέλω να είσαι έτσι.Τα μάτια του συνέχισαν να υγραίνουν όσο άκουγε κάθε λέξη από τα λόγια της.
Ήξερε όμως ότι είχε δίκιο και αυτό τον πόναγε περισσότερο.