Η Σοφία μόλις έφτασε στην Κω. Είχε πάει 11μ.μ πήγανε στο ξενοδόχιο στο Τιγκάκι το Tigkaki star. Οι γονείς της Σοφίας είχανε κάνει ένα λάθος και κλήσανε ένα διπλό δωμάτιο και ένα μονό, με αποτέλεσμα η Σοφία να κοιμάται σε διαφορετικό δωμάτιο από τους γονείς της.
Ο Στέφανος ήτανε ακόμα στο εστιατόριο με τον πατέρα και κλήνανε.
<<Κανένα κορίτσι δεν έχεις ρε Στέφανε >> λέει ο πατέρας του.
<<Όχι όλες ηλίθιες είναι , καλύτερα να είσαι μόνος σου μπορείς να κάνεις ότι θέλεις>>
του απαντάει ο Στέφανος.
<< Α ρε παιδάκι μου δεν πας καλά δεν θα ήθελες ένα κορίτσι μαζί σου ;>> τον ρωτάει ο πατέρας του .
<<Όχι ... και έλα βοήθα και άσε τα λόγια >> του απαντάει νευριασμένος ο Στέφανος.
Γιός και πατέρας δεν μιλήσανε άλλο και πήγανε σπίτι να κοιμηθούνε .
Την επόμενη μέρα η Σοφία ήθελε να πάνε να φάνε κάπου και πήγανε στο εστιατόριο του πατέρα του Στέφανου. Μπένουνε μέσα στο εστιατόριο και εκήνει την στιγμή βγαίνει και ο Στέφανος από την κουζίνα με έναν δίσκο με φαγητά για να τα σερβίρει . Η Σοφία το πρώτο πράγμα που βλέπει είναι τα υπέροχα γαλάζια ματιά του όπως και ο Στέφανος χώρις να το συνειδητοποιήσει του έπεσε ο δίσκος χαζεύοντας τα μάτια της !
Παεί γρήγορα να της μιλήσει και έτσι όπως έτρεχε δεν είδε τα νερά που κάποιος είχε ρίξει και γλίστρησε πάνω της. Η Σοφία τον πιάνει πριν πέσει και τον κοιτάει στα ματιά χαμογελώντας όπως και ο Στέφανος οπού είχε κοκκινίσει .
<<Στέφανος ....>> λέει γρήγορα .
<< Σόφια >> απαντάει χαμογελώντας και τον σηκώνει πάνω.Στο μαγαζί επικράτησε υσηχία. Όλοι είχανε στρέψει την προσοχή τους στον Στεεφανο και στην Σοφία οπου κοιταζώντουσανε χωρίς να λένε τίποτα η σιγή τα έλεγε όλα. Μετσ από λίγο ακούγετε η φωνή του πατρρα του Στέφανου να λέει.
<<Τι έγινε γιατί έχει τόση ησυχία ?>>
Ο Στέφανος τον αγνωεί και ζητάει συγνώμη στην Σοφία.
<<Συγνώμη εγώ φταίω δεν είδα τα νερά>>της λέει με βλέμμα αγωνίας και φόβου μην τον βρησει.
<<Δεν πειράζει και ευχαρήστω που έπεσες πάνω μου .... εεεεεε εννοώ >> απαντά η Σοφία χωρίς να το σκευτεί .
Οι γονείς της Σοφίας είχαν μηνει άφωνη προσπαθώντας να καταλάβουν τι γίνετε αλλά χωρίς να καταλαβένουνε κάθονται σε ενα τραπέζι και έρχεται ο Στέφανος να τους πάρει παραγγελία.
Η μητέρα της παράγγηλε κοτόπουλο αλλά κρεμ ,ο πατέρας της μακαρονάδα και η Σοφία πείρε σαλάτα άλλα δεν έτρωγε καθόλου έβλεπε τον Στέφανο να κάθετε να την κοιτάει .
Μετά αφού φάγανε πάνε να φύγουν αλλα ο Στέφανος σταματάει την Σοφία πριν βγει απο το μαγαζί.
<<Στάσου εε μήπως θα ήθελες να πάμε καμιά βόλτα ?>>της είπε ενα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη αλλά και με την αγωνία του να πεί όχι
<<Εμμμμμ βέβαια >> του απαντάει και το ανακίνωσαι στην μητέρα της.
<<Μαμά θα πάω μια βόλτα εδώ στο Τιγκάκι με τον Στέφανο δεν σε πειράζει ετσι?>> ρωτάει την μητέρα της με χαμόγελο.
<<Βέβαιος καλά να περάσετε! >>τους λέει και απομακρύνετε απο τους δύο έφηβους.
<<Λοιπόν που θα πάμε ?>> ρωτάει τον Στέφανο.
<<Ακουλούθαμαι>> της απαντάει με ένα μεγάλο χαμόγελο.Λοιπόν αυτό είναι το δεύτερο κεφάλαιο αμα σας άρεσε πατήστε ένα vote και κάντε ενα comment γιατί με βοηθαεί πολύ για να φτίαχνω και άλλα κεφάλαια !
YOU ARE READING
Ένα ευτηχισμένο τέλος;
RomanceΛοιπόν πριν ξεκηνίσω πρέπει να πώ πως είναι η πρώτη φορά που γράφω μια ιστορία και γενηκά κάτι τέτοιο οπότε αμα υπάρχουν ορθογραφίκα λάθη να μου το λέτε ώστε να βελτιωθώ ευχαρήστω και καλή διασκέδαση! Πρόλογος Η ιστόρια αυτή διαδραματήσεται σε ένα...