Είναι μια μέρα σαν όλες τις άλλες και μία ξανθιά κοπέλα με γαλάζια μάτια και ωραίο σώμα αποφάσισε να πάει στο σπίτι του κολλητού της για να τον πείσει να βγει μαζί της βόλτα. Δεν άργησε να φτάσει αφού τα σπίτια τους ήταν αρκετά κοντά. Χτυπάει το κουδούνι και περιμένει να της ανοίξουν. Η πόρτα ανοίγει και την εμφάνισή της κάνει η μαμά του κολλητού της.
Μαμά Κ(ολλητού): Γεια σου Μαρία. Ο Άρης είναι πάνω, στο δωμάτιο του.
Η κοπέλα ευχαριστεί την μαμά του Άρη, μπαίνει μέσα, ανεβαίνει την σκάλα και κατευθύνεται στο δωμάτιο του. Μόλις φτάνει έξω από την πόρτα, την ανοίγει και βρίσκει τον κολλητό της να βλέπει τσόντα. Αμέσως μπαίνει μέσα κλείνοντας ερμητικά την πόρτα, τρέχει και σβήνει τελείως την τσόντα που πριν λίγο έβλεπε ο κολλητός της. Τον κοιτάει με ένα αυστηρό βλέμμα ενώ αυτός ήταν νευριασμένος.
Άρης: Πας καλά? Γιατί το έκλεισες?
Μαρία: Το καταλαβαίνεις αγόρι μου πως αντί για εμένα μπορεί στο δωμάτιο σου να έμπαινε η μάνα σου και θα γινόταν χαμός?
Άρης: Δεν θα γινόταν χαμός. Είναι φυσικό στην ηλικία που βρισκόμαστε να βλέπουμε τέτοια, ιδίως εμείς τα αγόρια.
Μαρία: Δεν διαφωνώ, όμως η μάνα σου θα κάνει χαμό έτσι και μάθει πως βλέπεις τέτοια πράγματα. Από την στιγμή που αποκτάν παιδιά οι μεγάλοι ξεχνάν τι έκαναν αυτοί στην ηλικία που βρίσκονται τα παιδιά τους και αρχίζουν τα κηρύγματα και ότι δεν πρέπει να κάνουμε το ένα και δεν πρέπει να κάνουμε το άλλο. Εγώ φταίω που ενδιαφέρθηκα για εσένα, που δεν ήθελα να φας κατσάδα, η εικόνα που έχω για εσένα να αμαυρωθεί, να πάψω να σε σκέφτομαι, να είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Συγγνώμη....
Η κοπέλα λέγοντας αυτά τα λόγια έφυγε τρέχοντας από το σπίτι του. Δεν πήγαινε στο σπίτι της. Ήθελε να μείνει μόνη της να ηρεμήσει. Οι αναμνήσεις όμως δεν την άφηναν. Όποιο μέρος και αν έβλεπε είχε και κάτι να θυμάται με τον Άρη.Από τότε που ήταν παιδιά και παίζανε της άρεσε ο Άρης όμως ποτέ δεν του το είπε. Ποτέ μέχρι σήμερα... Εκεί που έτρεχε άρχισε να βρέχει. Λίγο αργότερα σταμάτησε σε ένα πάρκο. Είχε κουραστεί και έτσι πήγε και κάθισε στο γρασίδι. Τα ρούχα της γέμισαν λάσπες όμως δεν την ένοιαζε. Είχε έρθει στο μέρος που ξεκίνησαν όλα. Στο μέρος που είχε την πρώτη ανάμνηση με τον Άρη. Μαζεύτηκε σαν κουβάρι και άρχισε να κλαίει. Κάποια στιγμή νοιώθει ότι κάποιος ήρθε και έκατσε δίπλα της. Λίγο αργότερα ακούστηκε η φωνή του. Της ήταν τόσο γνώριμη και μπορούσε να ανήκει μόνο σε ένα άτομο. Τον Άρη.